προδιηγέομαι

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιηγέομαι Medium diacritics: προδιηγέομαι Low diacritics: προδιηγέομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiēgéomai Transliteration B: prodiēgeomai Transliteration C: prodiigeomai Beta Code: prodihge/omai

English (LSJ)

relate beforehand, premise, Hdt.4.145, D.59.1, Hermog.Inv.2.4:—Pass., τὰ προδιηγημένα [ἔθνεα] Hp.Aër.13.

German (Pape)

[Seite 716] dep. med., vorher od. vorläufig erzählen; Her. 4, 145; Dem. 59, 1; πόῤῥωθεν, ib. 93.

French (Bailly abrégé)

προδιηγοῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, διηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διηγέομαι vooraf vertellen; pass.: τὰ προδιηγημένα het te voren besprokene Hp.

Russian (Dvoretsky)

προδιηγέομαι: ранее рассказывать Dem.: ἀπηγήσομαι προδιηγησάμενος τάδε Her. (об этом) я расскажу, предпослав своему рассказу вот что.

Greek Monotonic

προδιηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διηγούμαι εκ των προτέρων, αναφέρω εισαγωγικά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προδιηγέομαι: ἀποθ., διηγοῦμαι πρότερον, ἐν προοιμίῳ, Ἡρόδ. 4. 145. Δημ. 1345, 10, κτλ.· πρκμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 260, 263, 256.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to relate beforehand, premise, Hdt.