προσφαίνομαι
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
Pass., appear besides, π. κοινωνός τινος Aristid.Or. 45(8).24; f.l. for προφαίνομαι in X.Cyr.4.5.57 codd.; cf. ποτιφαίνω.
German (Pape)
[Seite 785] dabei, daneben erscheinen, herbei kommen u. sich zeigen, Xen. Cyr. 4, 5, 57, l. d.
French (Bailly abrégé)
paraître en outre.
Étymologie: πρός, φαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσφαίνομαι: (по)являться: οἱ ἀκούσαντες τοῦ κήρυκος πολλοὶ προσεφάνησαν (v.l. προεφάνησαν) Xen. услышав глашатая, многие явились.
Greek (Liddell-Scott)
προσφαίνομαι: Παθ., φαίνομαι προσέτι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 57, Ἰωσήπ. Μακκ. 4.
Greek Monolingual
Α φαίνομαι
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι επί πλέον («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.).
Greek Monotonic
προσφαίνομαι: Παθ., εμφανίζομαι επιπλέον, σε Ξεν.