σοφόνους
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
-ουν, contr. for σοφόνοος.
French (Bailly abrégé)
v. σοφόνοος.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. σοφόνοος, -οον, Α
νουνεχής, συνετός, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφόνους].
Middle Liddell
σοφό-νους, ουν,
wise-minded, Luc.
German (Pape)
zusammengezogen aus σοφόνοος.