συμπολίτης
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
συμπολίτου, ὁ, fellow citizen, E.Heracl.826, J.AJ19.2.2, IG 14.1878 (Rome); condemned by Phryn.150: fem. συμπολῖτις, D.S.34/5.2.16, Eust.119.6.
German (Pape)
[Seite 989] ὁ, Mitbürger; ξυμπολίταις ἀνδράσι, Aesch. Spt. 587; Eur. Heracl. 826; unattisch nach Luc. Soloec. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
concitoyen.
Étymologie: σύν, πολίτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπολίτης -ου, ὁ, Att. ook ξυμπολίτης [σύν, πολίτης] medeburger.
Russian (Dvoretsky)
συμπολίτης: ου (ῑ) ὁ согражданин Eur., NT.
English (Strong)
from σύν and πολίτης; a native of the same town, i.e. (figuratively) co-religionist (fellow-Christian): fellow- citizen.
English (Thayer)
(T WH συνπολιτης (cf. σύν, II. at the end)), συμπολιτου, ὁ (see συμμαθητής and references), possessing the same citizenship with others, a fellow-citizen: συμπολῖται τῶν ἁγίων, spoken of Gentiles as received into the communion of the saints i. e. of the people consecrated to God, opposed to ξένοι καί πάροικοι, Euripides, Heracl. 826; Josephus, Antiquities 19,2, 2; Aelian v. h. 3,44.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. συμπολίτισσα Ν, και θηλ. συμπολῖτις, -ίτιδος, ΜΑ πολίτης
αυτός που διαμένει στην ίδια πόλη ή που κατάγεται από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στην ίδια πολιτεία, που είναι υπήκοος του ίδιου κράτους με κάποιον άλλο.
Greek (Liddell-Scott)
συμπολίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, τῆς αὐτῆς πόλεως πολίτης, Λατ. concivis, Εὐρ. Ἡρακλ. 826, Συλλ. Ἐπιγρ. 6446· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Φρυνίχου (σ. 172) «πολίτης λέγε μὴ συμπολίτης»· ― θηλ. συμπολῖτις, Διοδ. Ἐκλογ. 528. 97, Σχολ.
Middle Liddell
συμ-πολῑ́της, ου, ὁ,
a fellow-citizen, Eur.
Chinese
原文音譯:sumpol⋯thj 沁-坡利帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-許多
字義溯源:同一市的市民,同為基督徒,同國之民;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πολίτης)=市民)組成,而 (πολίτης)出自(πόλις)*=城,鎮)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 同國之民(1) 弗2:19