συντριαινόω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
shatter with a trident, Pl.Com.24: generally, shatter, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν E.HF946.
French (Bailly abrégé)
συντριαινῶ :
renverser d'un coup de trident, bouleverser.
Étymologie: σύν, τριαινόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τριαινόω geheel loswrikken.
German (Pape)
mit dem Dreizack zusammenrütteln, zertrümmern; ὥστε στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσειν πόλιν, Eur. Herc. Fur. 946; Plat. com. bei Eust. zu Il. 1.135.
Russian (Dvoretsky)
συντριαινόω: досл. сокрушать трезубцем, перен. разрушать, ломать (πόλιν στρεπτῷ σιδήρῳ Eur.).
Greek Monotonic
συντριαινόω: μέλ. -ώσω, συνταράζω, συγκλονίζω ή καταστρέφω με τρίαινα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συντριαινόω: συνταράσσω διὰ τριαίνης, φέρω ἄνω κάτω, ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· καθόλου, συντρίβω, καταστρέφω, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.