σχεδόθεν

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδόθεν Medium diacritics: σχεδόθεν Low diacritics: σχεδόθεν Capitals: ΣΧΕΔΟΘΕΝ
Transliteration A: schedóthen Transliteration B: schedothen Transliteration C: schedothen Beta Code: sxedo/qen

English (LSJ)

Adv., prop. from nigh at hand; but used much like σχεδόν, nigh at hand, near, ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807, cf. A.R.4.662; σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν σ. 19.447.

German (Pape)

[Seite 1054] adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσθαι, 17, 359; σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de près, d'auprès avec mouv.
2 près, auprès avec ou sans mouv.
Étymologie: σχεδόν, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδόθεν [σχέδον] adv., van nabij, dichtbij.

Russian (Dvoretsky)

σχεδόθεν: adv.
1 с близкого расстояния, в упор (βάλλειν Hom.);
2 на близкое расстояние, вплотную (ἐλθεῖν τινι Hom.);
3 на близком расстоянии, вблизи (στῆναί τινος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

σχεδόθεν: Ἐπίρρ. κυρίως, ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ σχεδόν, πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. βάλε Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447.

English (Autenrieth)

(ἔχω): from near at hand, close by, near, w. dat. or gen., Il. 16.800, Od. 19.477.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ του σύνεγγυς
β) (συν. χρησιμοποιείται αντί του σχεδόν) πλησίον, κοντά
2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εγγύθεν)].

Greek Monotonic

σχεδόθεν: κυρίως επίρρ., από κοντά, πλησίον, Λατ. cominus, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from σχεδόν
properly, from nigh at hand, nigh at hand, near, Lat. cominus, Hom.; c. gen., Od.