густой
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Russian > Greek
ἄξυλος, ἠλίβατος, ἀλίβατος, βαθύς, δασύς, δασεῖα, δασύ, συνηρεφής, βαθύξυλος, σύνδενδρος, εὐπίλητος, δαυλός, κατακορής, λάσιος, λιπαρός, πίων, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, ἁδρός, θολερός, εὔδενδρος, στεγανός, πυκινός, ἐπήτριμος, οὖλος, πυκνός, δενδρήεις, εὐανθής, ἐπηετανός, ζαπληθής, ἀμφιλαφής, λασιαύχην, ἁδρομερής, μελάνδρυος, παχύς, γλίσχρος, ἐμβριθής, ταρφύς, ταρφεῖα, ταρφύ, συμμιγής, συνεχής