могучий
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Russian > Greek
γεννικός, μεγαλαλκής, πολυσθενής, πρίνινος, βία, βίη, ἀδινός, σῶκος, ἀγασθενής, εὐρυβίας, εὐρυβίης, μεγαλοσθενής, ὄβριμος, κρατύς, ἰσχυρός, ἐρισθενής, ὑπερμενής, κραταιός, κρατησιβίας, δεξιόσειρος, γυιόχαλκος, εὐρύνωτος, δυνατός, δυναμικός, καρτερός, μαλερός, ἀλκήεις, ἀλκάεις, ἀλκᾶς, σθεναρός, ἴφθιμος, κρατερόφρων, αἰνοβίης