ἀγωνιάω

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωνιάω Medium diacritics: ἀγωνιάω Low diacritics: αγωνιάω Capitals: ΑΓΩΝΙΑΩ
Transliteration A: agōniáō Transliteration B: agōniaō Transliteration C: agoniao Beta Code: a)gwnia/w

English (LSJ)

inf.
A ἀγωνιᾶν Pl.Prt.333e, part. ἀγωνιῶν Id.Chrm.162c, Isoc.4.91: impf. ἠγωνίων Plb.1.10.6, etc.: fut. ἀγωνιάσω [ᾱ] Porph.Abst.1.54: aor. ἠγωνίᾱσα Timocl.22.5, Phld.Oec.p.41 J., D.S. 14.60: pf. ἠγωνίᾱκα (ὑπερ-) [D.]61.28:—contend eagerly, struggle, D.21.61; πρὸς ἀλλήλους Isoc.l.c.
II to be distressed or be anxious, be in an agony, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.Prt.333e; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Id.Ly.210e, cf. Arist.Pr.869b8, Men.Her.2, PPetr.3p.151; περί τινος Arist.Rh.1367a15: c.acc., Plb.1.20.6, al.; ἐπί τινι Plu.Caes.46; ἀ. μή . . Plb.3.9.2, etc.; ἀ. εἴ τι πείσεται Nic.Dam.Vit. Caes.9.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I competir, luchar πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte, IBeroeae 69.10 (III d.C.).
II 1intr. estar preocupado, angustiado ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.Ly.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.Prt.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante Arist.Pr.869b8, μὴ ἀγωνία no sufras, A.Al.11B.1.14, cf. Men.Her.2, PPetr.2.11.1.8 (III a.C.), SB 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως Eu.Petr.1.45, οὐ μετρίως ἀ. PGiss.17.5, 12 (II d.C.)
c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor Arist.Rh.1367a16, Βροῦτος ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.Caes.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν IKyme 13.84 (II a.C.).
2 temer c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον LXX Da.1.10
c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, εἰπεῖν Origenes Dial.15.7
c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos Plb.3.9.2
c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.Vit.Caes.20.

French (Bailly abrégé)

ἀγωνιῶ :
f. ἀγωνιάσω, ao. ἠγωνίασα, pf. inus.
1 lutter, rivaliser;
2 s'agiter, s'inquiéter, craindre.
Étymologie: ἀγωνία.

German (Pape)

sich (in einem Wettkampf) anstrengen, wetteifern, Apolld. com. Ath. III.125a; πρὸς ἀλλήλους Isocr. 4.91; Plat. Prot. 333e; neben τετραχύνθαι könnte es desiderativum sein, kämpfen wollen, aber Lys. 210e neben τεθορυβημένος heißt es: in Angst sein, womit Charmid. 162c zu vgl.; sich um etwas beunruhigen, περί τινος, Arist. rhet. 1.9; häufig bei Pol., der auch den acc. damit verb., z.B. τοὺς Αἰτωλοὺς ἠγωνίων, sie fürchteten die Aet., 10.41.2; auch mit folgendem μή, 3.9.2 und öfter. Vgl. Buttmann zu Dem. Mid. 18.

Russian (Dvoretsky)

ἀγωνιάω:
1 бороться, соревноваться, соперничать (πρὸς ἀλλήλους Isocr.);
2 беспокоиться, тревожиться (περί τινος Polyb., Plut., ὑπέρ τινος, ἐπί τινι и περί τι Plut.): ἐδόκει μοι τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Plat. он, кажется мне, раздражен и взволнован; ἀ. τινα Polyb. опасаться кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωνιάω: ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ ἀγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι μετὰ προθυμίας, παλαίω, προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ ἀνήσυχος, εἶμαι ἐν ἀγωνία, τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· περί τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ.

Greek Monotonic

ἀγωνιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἠγωνίᾱσα, παρακ. ἠγωνίᾱκα (ἀγωνία
I. όπως το ἀγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι έντονα, προσπαθώ, μάχομαι, σε Δημ. κ.λπ.
II. είμαι ανήσυχος, βρίσκομαι σε αγωνία, σε Πλάτ.· περί τινος, σε Αριστ.· ἐπί τινι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀγωνία
I. like ἀγωνίζομαι, to contend eagerly, struggle, Dem., etc.
II. to be distressed, be in an agony, Plat.; περί τινος Arist.; ἐπί τινι Plut.