ἀλκαῖος
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
α, ον, (ἀλκή) strong, mighty, δόρυ E.Hel.1152 (lyr.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
ardido, esforzado δόρυ E.Hel.1152.
German (Pape)
[Seite 99] kräftig, δόρυ Eur. Hel. 1152.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
robuste.
Étymologie: ἀλκή.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκαῖος: крепкий, мощный (δόρυ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκαῖος: -α, -ον, (ἀλκὴ) ἰσχυρός, δυνατός, δόρυ, Εὐρ. Ἑλ. 1152 (λυρ.).
Greek Monolingual
ἀλκαῖος, -α, -ον (Α)
ισχυρός, δυνατός, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀλκαία.
Greek Monotonic
ἀλκαῖος: -α, -ον (ἀλκή), δυνατός, ισχυρός, μέγας, λεβέντης, σε Ευρ.