ἀντίταξις

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίταξις Medium diacritics: ἀντίταξις Low diacritics: αντίταξις Capitals: ΑΝΤΙΤΑΞΙΣ
Transliteration A: antítaxis Transliteration B: antitaxis Transliteration C: antitaksis Beta Code: a)nti/tacis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a setting in array against, ἡ σφετέρα ἀ. τῶν τριήρων their ships ranged for battle, Th.7.17; ἀ. ποιεῖσθαι πρός τινα, = ἀντιτάσσεσθαι, Id.5.8, cf.Phld.Piet.12; contest, of bulls fighting, Hierocl. p.11A.
2 generally, opposition, D.H.10.57, Plu.2.663b, Andronic. Rhod.p.572M.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 en cont. milit. alineación en contra πρὸς τὴν σφετέραν ἀντίταξιν τῶν τριήρων Th.7.17, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.5.8, cf. Phld.Piet.p.79.19.
2 embestida de los toros, Hierocl.p.11
en gener. oposición, lucha πρὸς ἅπαν D.H.10.57, cf. Plu.2.663b, Ἔρις δὲ παρόρμησις εἰς ἀντίταξιν κακοποιητικήν Andronic.Rhod.p.572, πρὸς τὸν λόγον Plot.2.4.15
enfrentamiento πρὸς θάλπος καὶ χειμῶνα Philostr.Ep.29.

German (Pape)

[Seite 262] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι πρός τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ διαφορά Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; ὑπέρ τινος D. Hal. 10, 57.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de ranger en bataille contre;
2 résistance.
Étymologie: ἀντιτάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίταξις: εως ἡ
1 построение (войска) к бою (ἀντίταξιν ποιεῖσθαι πρός τινα Thuc.);
2 сопротивление (ἀ. καὶ διαφορά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίταξις: -εως, ἡ, (ἀντιτάσσω) ἀντιπαράταξις, ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι πρός τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Πλούτ. 2. 663Β, κτλ.

Greek Monolingual

ἀντίταξις, η (Α)
1. αντιπαράταξη
2. αντίθεση, αντίδραση.

Greek Monotonic

ἀντίταξις: -εως, ἡ (ἀντιτάσσω), αντιπαράταξη, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀντιτάσσω
counter-array, Thuc.

Lexicon Thucydideum

aciei adversus hostes instructio, drawing up of the battle line against the enemy, 5.8.2, 7.17.4.