ἀσκοπήρα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ, scrip, wallet, Ar.Fr.577, Diph.55.2, prob. in Suet. Ner.45.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ mochila, zurrón Ar.Fr.587, Diph.55.2.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, Mantelsack, Ar. bei Poll. 10, 160; neben θύλακος Diphil. Poll. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοπήρα: ἡ, δερματίνη πήρα, σάκκος δερμάτινος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 482· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 25.
Greek Monolingual
ἀσκοπήρα, η (Α)
ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»].
Translations
saddlebag
Arabic Egyptian Arabic: خرج; Bulgarian: дисаги; Catalan: alforja; Dutch: zadeltas; English: saddlebag, saddle bag, saddle-bag; Finnish: satulalaukku; French: sacoche; German: Satteltasche; Greek: δισάκι, σακίδιο σέλας, σακίδιο σέλας αλόγου; Ancient Greek: ἀβέρτα, ἀβερτή, ἀσκοπήρα, δεισακεία, δισακκία, δισακκίδιον, δισάκκιον, πάρη, πήρα, πήρη; Irish: mála diallaite; Latin: averta; Luxembourgish: Posch; Macedonian: дисаѓи; Maori: terapēke; Norwegian: saltaske, sykkelveske; Persian: خرجین; Polish: juk; Russian: перемётная сума, седельный вьюк; Spanish: alforja; Tagalog: kabalyas; Tibetan: རྟ་སྒྲོ; Welsh: bag cyfrwy