ἀχθεινός

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθεινός Medium diacritics: ἀχθεινός Low diacritics: αχθεινός Capitals: ΑΧΘΕΙΝΟΣ
Transliteration A: achtheinós Transliteration B: achtheinos Transliteration C: achtheinos Beta Code: a)xqeino/s

English (LSJ)

ἀχθεινή, ἀχθεινόν, (ἄχθος)
A burdensome, oppressive, of persons, E. Hipp.94; of things, Id.Hec.1240; τὸ ἀχθεινότατον τοῦ βίου = the most burdensome thing in life X.Mem.4.8.1; βοοκτασία, i.e. that cost the slayer dear, AP6.263 (Leon.). Adv. ἀχθεινῶς = unwillingly, οὐκ ἀ. ὁρᾶν τι X.HG4.8.27.
II laborious, βόες IG14.2012.16 (Sulp. Max.).

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I 1molesto, penoso, que acarrea penas τὸν ὄλεθρον ... ἀχθεινότατον Phalar.Ep.122, de una pers., E.Hipp.94, ἀχθεινὰ μέν μοι τἀλλότρια κρίνειν κακά E.Hec.1240, τὸ μὲν ἀχθεινότατον τοῦ βίου X.Mem.4.8.1, βοοκτασία AP 6.263 (Leon.), τὰ τὰς ψυχῆς ἀχθεινὰ πάθη Plu.2.118c, cf. Ages.2, γῆρας ISmyrna 540.2 (I d.C.).
2 apto para la carga βόες Sulp.Max.16.
II adv. -ῶς con disgusto οὐκ ἀ. ἑώρα X.HG 4.8.27, cf. Poll.3.99.

German (Pape)

[Seite 418] (ἄχθος), lästig, unangenehm, Eur. Hipp. 94 Hec. 1222; Xen. Mem. 4, 8, 1. – Adv., οὐκ ἀχθεινῶς εἶδεν, nicht ungern, Xen. Hell. 4, 8, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pénible, affligeant ; en parl. de pers. qui est une cause de souci;
Sp. ἀχθεινότατος.
Étymologie: ἄχθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχθεινός: мучительный, тягостный, неприятный Eur., Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθεινός: -ή, -όν, (ἄχθος) φορτικός, ἐπαχθής, καταθλιπτικός, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Εὐρ. Ἱππ. 94· ἐπὶ πραγμάτων, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1240, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1: ― Ἐπίρρ. -νῶς, δυσαρέστως, οὐκ ἀχθεινῶς ἑώρα ὁ τῶν Βυζαντίων δῆμος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 8, 27.

Greek Monolingual

ἀχθεινός, -ή, -όν (Α) άχθος
επαχθής, φορτικός.

Greek Monotonic

ἀχθεινός: -ή, -όν (ἄχθος), επαχθής, καταθλιπτικός, πληκτικός, Λατ. molestus, λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. -νῶς, απρόθυμα, δυσάρεστα, στον ίδ.

Middle Liddell

ἄχθος
burdensome, oppressive, wearisome, Lat. molestus, of persons, Eur., Xen.:—adv. -νῶς, unwillingly, Xen.

English (Woodhouse)

distressing, grievous, painful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)