ἀχρηστία Search Google

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρηστία Medium diacritics: ἀχρηστία Low diacritics: αχρηστία Capitals: ΑΧΡΗΣΤΙΑ
Transliteration A: achrēstía Transliteration B: achrēstia Transliteration C: achristia Beta Code: a)xrhsti/a

English (LSJ)

Ion. ἀχρηστίη, ἡ,
A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R. 489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a.
II non-usance of a thing, Pl.R. 333d, Plu.2.135c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀχρηστίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
c. gen. ἀχρηστία τῶν ὅπλων = ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, ἀχρηστία τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d'une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρηστία:
1 ненужная вещь или помеха (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);
2 бесполезность или неиспользуемость (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);
3 праздность, безделье (ἀ. καὶ ἡσυχία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.

Greek Monotonic

ἀχρηστία: ἡ,
I. αχρηστία, ματαιότητα, σε Πλάτ.
II. αχρηστία ενός πράγματος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἄχρηστος
I. uselessness, Plat.
II. the non-usance of a thing, Plat.

Translations

uselessness

Finnish: turhanpäiväisyys; French: inutilité; German: Sinnlosigkeit; Greek: αχρηστία, το ανώφελο, το άκαρπο, μη χρησιμότητα; Ancient Greek: ἀνωφέλεια, ἀχρησιμότης, ἀχρηστία, ἀχρηστίη; Irish: neamhúsáid; Macedonian: бескорисност, бесполезност; Old English: unnytnes; Polish: bezużyteczność; Portuguese: inutilidade; Russian: бесполезность