ἁλωνίζω

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλωνίζω Medium diacritics: ἁλωνίζω Low diacritics: αλωνίζω Capitals: ΑΛΩΝΙΖΩ
Transliteration A: halōnízō Transliteration B: halōnizō Transliteration C: alonizo Beta Code: a(lwni/zw

English (LSJ)

ἁλωνεύομαι, Hsch.

Spanish (DGE)

trillar, Eu.Thom.A 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.

German (Pape)

[Seite 113] VLL., auf der Tenne sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωνίζω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ αὐλωνίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].