ἄκολπος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκολπος Medium diacritics: ἄκολπος Low diacritics: άκολπος Capitals: ΑΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: ákolpos Transliteration B: akolpos Transliteration C: akolpos Beta Code: a)/kolpos

English (LSJ)

ἄκολπον, without sinus genitalis, of the pipe-fish, Ael.NA15.16.

Spanish (DGE)

-ον que carece de matriz del pez aguja, Ael.NA 15.16.

German (Pape)

[Seite 76] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans baies ou golfes.
Étymologie: , κόλπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκολπος: -ον, ἄνευ κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.

Greek Monolingual

-ο (Α ἄκολπος, -ον) κόλπος
νεοελλ.
η παραλία ή η χώρα που δεν έχει κόλπους
αρχ.
αυτή που δεν έχει κόλπο, κοιλιά (γενικότερα).