ἄρτημα

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρτημα Medium diacritics: ἄρτημα Low diacritics: άρτημα Capitals: ΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: ártēma Transliteration B: artēma Transliteration C: artima Beta Code: a)/rthma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἀρτάω)
A hanging ornament, earring, Hdt.2.69; cf. λίθινος.
II cord for suspension, e.g. of the steelyard, Arist. Mech.853a34, b25, IG2.834c13, al.; ἐπὶ τὸ αὑτοῦ ἄ. νεύειν Str.1.1.20.
2 buoy, Plu.Cat.Mi.38.
3 in plural, ligaments, Gal.8.125.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1soga para levantar pesos por medio de poleas IG 22.1673.13 (IV a.C.).
2 resistencia en un juego de poleas, Arist.Mech.853a35, en la balanza, Arist.Mech.853b25
peso, medida ἄ. ὀβελίσκων Demioprata en Poll.10.96
centro de gravedad τοῦ ἕκαστον σῶμα ἐπὶ τὸ αὐτοῦ ἄ. νεύειν (el supuesto) de que cada cuerpo se inclina hacia su propio centro de gravedad Str.1.1.20.
3 náut. hoya, baliza Plu.Cat.Mi.38, 2.591d
plomo en la pesca con caña, Hsch.
4 ligamentos Gal.8.125
suspensión τοῦ κριοῦ Apollod.Poliorc.153.9.
5 adorno prob. colgante o pendiente Hsch.
II ἄρτημα· διαθήκη. δίκη ἀρτήματος Hsch.α 7510; cf. ἄρτυμα.

German (Pape)

[Seite 361] τό, das Herabhangende, das Ohrgehenk, Her. 2, 69; angehängtes Gewicht, Last, Plut. Cat. min. 38, oft.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 pendant d'oreille;
2 poids, charge.
Étymologie: ἀρτάω.
Syn. διόπαι, ἕλιξ², ἐλλόβιον, ἕρμα².

Greek Monolingual

ἄρτημα, το (Α) αρτώ
1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι
2. το σχοινί για ανάρτηση
3. η σημαδούρα
4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης.

Greek Monotonic

ἄρτημα: -ατος, τό (ἀρτάω
I. κρεμασμένο κόσμημα, σκουλαρίκι, σε Ηρόδ.· πρβλ. λίθος·
II. οποιοδήποτε κρεμασμένο βάρος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρτημα: ατος τό
1 подвески, серьги Her.;
2 привеска, груз Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀρτάω
I. a hanging ornament, earring, Hdt.; cf. λίθινος.
II. any hanging weight, Plut.