ἐπιδιαιρέω
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
A fut. ἐπιδιελῶ PPetr.2p.10 (iii B.C.):—divide, distribute, ἑκάστῳ ἄρτους ἑξήκοντα l.c., cf. Plb.1.73.3; κρέα Schwyzer726.33 (Milet., v B.C.); πολίτας ταῖς φράτραις = the citizens into the phratries D.H.2.55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπείαν = the soldiers into the satrapy D.S.19.44; αὐτοῖς.. τοὺς ἱππέας ἐπιδιῄρει divided and sent against them,App.Hisp.25:—Med., of several, distribute among themselves, Hdt.1.150, 5.116.
II. make a cross incision in, ὑμένα Gal.12.522.
German (Pape)
[Seite 937] (s. αἱρέω), noch dazu teilen, verteilen, Pol. 1, 73, 3 u. a. Sp.; πολίτας ποιησάμενος ταῖς φράτραις ἐπιδιεῖλε, vertheilte sie unter die Tribus, D. Hal. 2, 55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν D. Sic. 19, 44. – Med. darnach unter sich verteilen, Her. 1, 150. 5, 116.
French (Bailly abrégé)
ἐπιδιαιρῶ :
f. ἐπιδιαιρήσω, ao.2 ἐπιδιεῖλον;
distribuer, répartir;
Moy. ἐπιδιαιρέομαι = partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω.
Greek Monotonic
ἐπιδιαιρέω: μέλ. -ήσω, διαιρώ, διανέμω εκ νέου — Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαιρέω: (fut. ἐπιδιαιρήσω, aor. 2 ἐπιδιεῖλον) (снова) разделять, распределять (ἑπτὰ μυριάδας Λιβύων Polyb.; στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν Diod.); med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).
Middle Liddell
fut. ήσω
to divide anew:—Mid. to distribute among themselves, Hdt.