Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπινυμφίδιος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινυμφίδιος Medium diacritics: ἐπινυμφίδιος Low diacritics: επινυμφίδιος Capitals: ΕΠΙΝΥΜΦΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epinymphídios Transliteration B: epinymphidios Transliteration C: epinymfidios Beta Code: e)pinumfi/dios

English (LSJ)

ἐπινυμφίδιον, bridal, Ἀΐδας AP7.182 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 966] bräutlich, hochzeitlich; ὕμνος, Brautgesang, Soph. Ant. 808; Ἅιδης Mel. 125 (VII, 182).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νύμφη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινυμφίδιος: свадебный, брачный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινυμφίδιος: -ον, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ νύμφην, νυμφικός, Ἀνθ. Π. 7. 182.

Greek Monolingual

ἐπινυμφίδιος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος.

Greek Monotonic

ἐπινυμφίδιος: -ον, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπι-νυμφίδιος, ον
of or for a bride, bridal, Anth.