ἐπιρρήγνυμι

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήγνῡμι Medium diacritics: ἐπιρρήγνυμι Low diacritics: επιρρήγνυμι Capitals: ΕΠΙΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epirrḗgnymi Transliteration B: epirrēgnymi Transliteration C: epirrignymi Beta Code: e)pirrh/gnumi

English (LSJ)

rend, πέπλον δ' ἐπέρρηξ' ἐπὶ συμφορᾷ A.Pers.1030 (lyr.); split, Heliod. ap. Orib.48.21.3; break, νάρθηκας Alciphr.3.51.

French (Bailly abrégé)

briser en frappant sur.
Étymologie: ἐπί, ῥήγνυμι.

German (Pape)

[ῡ], (ῥήγνυμι), = ἐπιρρήσσω, πύλας ἐπιρρήξασ' ἔσω, mit Gewalt zuwerfen, Soph. O.R. 1244, wie Hesych. ἐπιρρήσσει durch ἐπικλείει erkl.; – dabei zerreißen, πέπλον δ' ἐπέρρηξ' ἐπὶ συμφορᾷ Aesch. Pers. 987; νάρθηκας ἐπιρρηγνύντες Alciphr. 3.51.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρήγνῡμι: (aor. ἐπέρρεξα) (при чем-л.) разрывать, раздирать (πέπλον ἐπὶ συμφορᾷ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω: ἀόρ. ἐπέρρηξα: - ῥηγνύω, «ξεσχίζω», πέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπὶ συμφορᾷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1028. Πρβλ. ἐπιρράσω, ἐπιρρήσω, ἐπίρρακτος.

Greek Monolingual

ἐπιρρήγνυμι (Α) ρήγνυμι
1. σχίζω, ξεσχίζωπέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῦ», Αισχύλ.)
2. διαρρηγνύω, σπάζω, παραβιάζω.

Greek Monotonic

ἐπιρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω, αόρ. αʹ ἐπέρρηξα· αποσπώ, ξεσχίζω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. -ρήξω aor1 ἐπέρρηξα
A. ἐπιρρήγνυμι to rend, Aesch.
B. ἐπιρράσσω
I. to dash to, slam to, πύλας Soph.
II. intr. to break or burst upon one, Soph.
C. ἐπιρρήσσω, ionic for ἐπιρράσσω
1. to dash to, shut violently, θύρην Il.