ἑτερόζηλος

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόζηλος Medium diacritics: ἑτερόζηλος Low diacritics: ετερόζηλος Capitals: ΕΤΕΡΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: heterózēlos Transliteration B: heterozēlos Transliteration C: eterozilos Beta Code: e(tero/zhlos

English (LSJ)

ἑτερόζηλον,
A zealous for one side. Adv. ἑτεροζήλως = unfairly, Hes.Th.544.
II zealous in another pursuit, AP11.216 (Lucill.).
2 of different tastes, S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 1048] 1) dem Andern mehr geneigt, parteiisch, Eust. – Adv. ἑτεροζήλως, auf parteiische Weise, Hes. Th. 544. – 2) eine andere Kunst treibend, stch einer anderen Sache befleißigend, im Gegensatz von ὁμόζηλος, Sext. Emp. adv. log. 1, 58; Lucill. 5 (XI, 2161.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a d'autres goûts.
Étymologie: ἕτερος, ζῆλος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόζηλος: имеющий другие пристрастия, обладающий иными склонностями Sext., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόζηλος: -ον, ζηλωτὴς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς μέρους, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς ῥοπῆς πλάστιγγος, Εὐστ. Πονημάτ. 345. 35. ― Ἐπίρρ. ἑτεροζήλως, οὐχὶ δικαίως, Ἡσ. Θ, 544. ΙΙ. ζηλωτὴς ἑτέρου ἔργου, Ἀνθ. Π. 11. 216.

Greek Monolingual

ἑτερόζηλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ του ενός μέρους, ο μεροληπτικός
μσν.
(για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος
αρχ.
1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα
2. αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις.
επίρρ...
ἑτεροζήλως
άδικα, μεροληπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζήλος].

Greek Monotonic

ἑτερόζηλος: -ον, I. αυτός που ρέπει προς το ένα μέρος, μεροληπτικός, αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, λέγεται για ισορροπία, ζυγαριά, πλάστιγγα· επίρρ. -λως, αδίκως, σε Ησίοδ.
II. αυτός που επιδίδεται με ζήλο στην κατάκτηση μιας άλλης τέχνης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἑτερό-ζηλος, ον
I. zealous for one side, leaning to one side, of the balance:—adv. -λως, unfairly, Hes.
II. zealous in another pursuit, Anth.