ἠιών

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἠιών: Ἀττ. ᾐών, Δωρ. ἀιών, ᾀών, όνος, ἡ - ἀκτὴ τῆς θαλάσσης, ἀκτή, ὅθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον Ἰλ. Ψ. 61· ἀμφὶ δέ τ’ ἄκραι ἠιόνες βοόωσιν Ρ. 264 (ἴδε ἐν λ. παραπλήξ)· ἐν... ἠιόνεσσι καθίζων (Ἐπ. δοτ.) Ὀδ. Ε. 156· - ὡσαύτως, Ἡρόδ. 2. 113., 8. 96, Πίνδ., Τραγ., καὶ παρὰ Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 5· 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ ἄλλων ἀκτῶν, οἷον ἐπὶ ὄχθης λίμνης, Πίνδ. Ι. 1. 46· ἐπὶ ποταμοῦ (πρβλ. ἠιόεις), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1158, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 659., Δ. 130, Διον. Ἁλ. 4. 27. 3) μεταφ., «τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ’ αὐτῶν τὰ δάκρυα» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

όνος: sea-bank, shore, Il. 12.31, Od. 6.138.

Greek Monotonic

ἠιών: Αττ. ᾐών, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. ἠιόνεσσι, όχθη της θάλασσας, ακτή, παραλία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· όχθη ποταμού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


a sea-bank, shore, beach, Hdt., etc.; a river-bank, Aesch.