ὁμαδέω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰδέω Medium diacritics: ὁμαδέω Low diacritics: ομαδέω Capitals: ΟΜΑΔΕΩ
Transliteration A: homadéō Transliteration B: homadeō Transliteration C: omadeo Beta Code: o(made/w

English (LSJ)

make a noise or make a din, of a number of people all speaking at once. in Od. always of the suitors, 1.365, al. (never in Il.), cf. A.R.2.638, etc.

German (Pape)

[Seite 328] lärmen, tosen, bes. von dem verworrenen Durcheinanderreden einer großen Menschenmenge, z. B. von dem Lärm, den die Freier machen, μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα, Od. 1, 365 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 638, Schol. ὁμοῦ ἀναφωνεῖν.

French (Bailly abrégé)

ὁμαδῶ :
se rassembler à grand bruit, être dans une réunion tumultueuse.
Étymologie: ὅμαδος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰδέω: галдеть, шуметь Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαδέω: κάμνω θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, ἀπάν- των ὁμοῦ λαλούντων, ἐν τῇ Ὀδ. ἀεὶ ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστῆρες δ’ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα, Α. 365, Δ 768, κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀκολούθως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 638, κτλ.

English (Autenrieth)

(ὅμαδος): only aor. ὁμάδησαν, they raised a din. (Od.)

Greek Monotonic

ὁμᾰδέω: μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο ή προκαλώ ταραχή, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.

Greek Monolingual

ὁμαδῶ, ὁμαδέω (Α) όμαδος
1. (για πλήθος συγκεντρωμένων ανθρώπων που μιλούν όλοι μαζί) κάνω θόρυβο, προκαλώ οχλαγωγία («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
2. αναφωνώ («οἱ δ' ὁμάδησαν θαρσαλέοις ἐπέεσι», Απολλ. Ρόδ.).

Middle Liddell

ὁμᾰδέω, fut. -ήσω
to make a noise or din, of a number of people speaking at once, Od. [from ὅμᾰδος]