δύνω

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

German (Pape)

[Seite 673] = δύομαι. Bei Homer nur praes. u. impft., z. B. Iliad. 15, 219. 17, 202. 392 Odyss. 7, 81. 11, 579. Vgl. ἀποδύνω und ἐξαποδύνω. – Xen. An. 2, 2, 3 ἡλίου δύνοντος; Gesetz bei Aesch. 1, 12 πρὸ ἡλίου δύνοντος; Aesch. Suppl. 255 πρὸς δύνοντος ἡλίου; Soph. Phil. 1381 ἥλιος δύνῃ; Polyb. 9, 15, 9 δύνοντος τούτου (τοῦ ἡλίου); Aelian. V. h. 4, 1 ἡλίου δύνοντος; Paus. 2, 11, 7 μετὰ ἥλιον δύνοντα; Maneth. 4, 87 δύνοντος δ' ἄστροιο σεληναίης; 5, 94 ἢ δύνοντες ὁμοῦ (Mercur u. Mars) ἢ καὶ ὑπόγειοι ἐόντες; 6, 380 κέντρῳ ὕπερθ' ὥρης ἢ καὶ δύνοντι βεβῶτες. Es finden sich die Lesarten δύναντος, δύναντι, δύναντα, δύναντες; wahrscheinlich aber sind diese Aoristformen zu verwerfen, u. überall die Präsensformen δύνοντος u. s. w. vorzuziehen.

Greek (Liddell-Scott)

δύνω: δύομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
1 s’enfoncer, se plonger : πόντον IL, ἐς θάλασσαν HDT dans la mer ; δύνοντος ἡλίου XÉN litt. le soleil se plongeant (dans la mer), càd au coucher du soleil ; ἡλίου δύναντος ÉL après le coucher du soleil;
2 pénétrer dans, entrer dans : δ. δόμον OD s’engager dans une maison ; ἔντεα, τεύχεα δύνειν HOM ou ἐν τεύχεσσιν δύνειν IL revêtir des armes ; fig. ἄχος ἔδυνεν ἦτορ IL, ὀδύναι δῦνον μένος IL la douleur pénétra dans son cœur.
Étymologie: R. Δυ, cf. δύω, δύομαι.

English (Autenrieth)

and δύω, fut. δύσω, ipf. δῦνε, iter. δύσκε, aor. 1 ἔδῦσα, aor. 2 ἔδῦν, δῦ, subj. δύω, opt. δύη, inf. δῦναι, δύμεναι, part. δύντα, perf. δέδῦκε, mid. δύομαι, fut. δύσομαι, aor. ἐδύσατο, δύσετο, opt. δῦσαίατο: go into or among, enter, and (apparently trans.) put on, don, χιτῶνα, τεῦχεα, θώρηκα, and with prepositions; with reference to place the verb is either abs. (ἠέλιος δ' ἄῤ ἐδῦ, δύσετο δ ἠέλιος, set), or foll. by acc. of limit of motion, or by prepositions (εἰς, εἴσω, ἐν); freq. πόλεμον, μάχην, ὅμῖλον, so χθόνα δύμεναι, δῦτε θαλάσσης εὐρέα κόλπον, Il. 18.140; δόμον Ἄιδος εἴσω, Il. 3.322; and of persons, δύσεο δὲ μνηστῆρας, Od. 17.276, etc.; met., of feelings, κάματος γυῖα δέδῦκεν, Il. 5.811; Μελέαγρον ἔδῦ χόλος, Il. 9.553; ἐν (adv.) δέ οἱ ἦτορ δῦν' ἄχος, Il. 19.367; fut. act. and aor. 1 act. are trans., ἀπὸ (adv.) μὲν φίλα εἵματα δύσω (σέ), Il. 2.261 ; ἐκ μέν με εἵματ' ἔδῦσαν, ‘stripped’ me of, Od. 14.341.

English (Slater)

δύνω : =? καταβαίνειν. οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (
   1 at potius ad (O. 1.81) referendum nott. Snell) ?fr. 342.]

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]

• Morfología: impf. y aor. sin aum. Il.11.272, 17.194, Od.15.61, Batr.(1)245, A.R.1.195, Orph.A.537, Q.S.8.275; v. tb. δύω
I intr.
1 c. compl. de direcc. penetrar en, adentrarse en, introducirse, entrar c. ac. θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές Od.13.366, cf. 7.81, h.Ven.58, c. ac. y adv. γῦπε ... δέρτρον ἔσω δύνοντες dos buitres metiéndose en sus entrañas le comían el hígado Od.11.579, χθόνα δύνουσ' ᾌδος εἴσω Hes.Sc.151, c. dat. y adv. πᾶς ... οἱ εἴσω ὀξύσχοινος δῦνε Batr.l.c., c. gen. y adv. μιν ἔσω δύνοντα ... μελάθρου Nonn.D.20.355, c. prep. y ac. τοῦ ... δύνοντος εἰς ἄφαντα κευθμῶνος βάθη Lyc.1277, αἰχμαὶ δ' ἐς χρόα δῦνον Q.S.8.275, πλὴν πέους ... δύνοντος ἐς γλουτῶν μυχούς Ps.Archil.290.3, c. prep. y gen. τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῶν ὑετῶν κατὰ τῆς γῆς δῦνον el agua de las lluvias que se filtra en la tierra Alex.Aphr.in Mete.56.6
c. compl. sobreentendido penetrar a través de la piel δύνει ... ἀλοιφή Il.17.392
fig. meterse en, llegar a τοὺς ἐν ἔρωτι ὅρκους μὴ δύνειν οὔατ' ἐς ἀθανάτων que los juramentos de amor no llegan a oídos de los dioses Call.Epigr.25.4
meterse, ocultarse, esconderse τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι; Heraclit.B 16, <οἳ δ' εἰς φάρ>αγγ' ἔδυνον E.Fr.495.36, ἡ δὲ τεκούσης δύνει ἔσω κόλπους Call.Dian.71, οἱ ... μύες ... κατὰ τῶν ὀπῶν ἔδυνον Aesop.81.1.
2 c. compl. ref. a ríos, mares sumergirse, hundirse, ocultarse en δῦνε δὲ πόντον ἰών Il.15.219, cf. Nonn.D.1.30, ἄστρα ... δῦνεν ῥόον Ὠκεανοῖο Orph.A.537 (pero cf. I 3), ἐν ... τῷ Εὐφράτῃ ... τὰ ἄνθη δύνειν Thphr.HP 4.8.10, ἡ ... αἴθυια ... ἐπὶ τοῦ βυθοῦ δύνει Aesop.181.1, cf. Arr.Ind.6.3, οἱ ... κοντοὶ κατὰ τοῦ πηλοῦ δύνοντες Arr.Ind.41.4, ὑπὸ κεύθεσι λίμνης δύνεις Opp.H.4.37
fig. καλὸν τὸ δῦναι ἀπὸ κόσμου πρὸς θεόν Ign.Rom.2.2, τὸν κόσμον ... κινδυνεύοντα εἰς τὸν τῆς ἀνομοιότητος δύνειν τόπον Ath.Al.Inc.43.
3 de astros ponerse, ocultarse ἐπὴν ... Πληιάδες ... δύνωσιν Hes.Op.615, cf. Fr.289, Democr.B 14.3, Arist.Mete.373b13, LXX Ec.1.5, Arat.617, PHib.27.52 (III a.C.), POxy.235.15 (I a.C.), Str.3.1.5, Ath.19d, Plu.2.203e, Orac.Sib.3.94, Eus.PE 6.10.27, Iust.Phil.Dial.131.3, Plot.3.1.6, Nonn.D.7.298
en part., en frases hechas πρὸς ἥλιον δύνοντα hacia poniente Hippon.7.5, cf. Hdt.3.114, Hp.Aër.1, πρὸς ἡλίου δύνοντος Hdt.9.14, Paus.2.25.1, cf. A.Supp.255, ἅμα ἡλίῳ δύνοντι al ponerse el sol X.An.2.2.13, HG 1.6.21, Aen.Tact.7.2, ἡλίου δύνοντος X.An.2.2.3, Thphr.Vent.16, PMag.4.333, cf. LXX 3Re.22.36, Plb.6.34.8, H.Mon.10.12, πρὸ ἡλίου δύνοντος antes de la puesta del sol Decr. en Aeschin.1.12
part. subst. neutr. τὸ δῦνον lugar de ocultación de un astro POxy.Astr.4277.1.1.28 (II/III d.C.)
fig. ἀνέτειλε ... ὡς ὁ ἥλιος ἀπὸ Μακεδονίας ... πρὶν ἔδυνε κατὰ Βαβυλῶνα de Alejandro Magno, Pall.Gent.Ind.2.1.
4 fig., c. ac. de un n. colect. integrarse, entrar a formar parte de ἔτι κουρίζων ... δῦνεν ὅμιλον ἡρώων A.R.1.195.
II tr.
1 c. suj. de pers. y ac. de armas o vestidos revestirse de, ponerse ὁ δ' ἄμβροτα τεύχεα δῦνε Il.17.194, θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε Hes.Sc.124, cf. A.R.1.627, Orph.A.519, χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ Il.8.43, χιτῶνα περὶ χροΐ ... δῦνεν Od.15.61.
2 fig. de sentimientos cubrir, invadir ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268, 272, cf. A.R.1.263, 4.724.

English (Strong)

or dumi prolonged forms of an obsolete primary duo (to sink) to go "down": set.

Greek Monolingual

δύνω (AM)
δύω.