περικάμπτω
German (Pape)
[Seite 578] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.
Greek (Liddell-Scott)
περικάμπτω: κάμπτω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐλαύνω ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) περιέρχομαι οὕτως ὥστε νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 tr. courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;
2 intr. faire tourner (des chevaux, un navire, etc.) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.
Étymologie: περί, κάμπτω.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω
2. προσπερνώ, παρακάμπτω
αρχ.
1. διαγράφω πλήρη καμπή
2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο
3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου
4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι
5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα
6. παρέρχομαι, αποφεύγω.