στῖφος

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

εος, τό,

   A body of men in close array, A.Pers.20 (anap.), Hdt. 9.57; νεῶν στῖφος the close array of ships, A.Pers.366; σ. ποιήσασθαι Hdt.9.70; νεανιῶν σ. Ar.Eq.852, cf. Pax564, Th.8.92, X.Cyr.1.4.19, etc.: pl., masses, groups, Plb.2.68.4, Ph.1.445: metaph., ἁμαρτημάτων ib.322.    2 = two ἐπιξεναγίαι of light-armed, or 4096 men, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5.

German (Pape)

[Seite 944] εος, τό, alles Fest-. Dichtzusammengedrängte, die Schaar, ein dichtzusammengestellter Hause; νεῶν, Aesch. Pers. 358; auch πολέμου στῖφος παρέχοντες, 20; Her. 9, 57; στῖφος ποιήσασθαι, ein Biereck bilden, Ar. Equ. 849, Schol. συστροφή, τάξις πολεμική; vgl. Pax 556; οἱ βάρβαροι οὐδὲν ἔτι στῖφος ἐποιήσαντο, Her. 9, 70; τὸ ὁπλιτῶν, Thuc. 8, 92; ἱππέων συντεταγμένον, Xen. Cyr. 1, 4, 19 u. oft; τὰ στίφη τῶν πολεμίων συνταράττειν, Pol. 2, 68, 4; Sp., wie Opp. Hal. 2, 569. – [Στίφος mit kurzem ι nur bei Cratum., schlechte Schreibart.]

Greek (Liddell-Scott)

στῖφος: -εος, τό, (στείβω) σῶμα καλῶς συμπεπυκνωμένον καὶ συμπαγές· σῶμα ἀνδρῶν ἐν πυκνῇ παρατάξει, φάλαγξ, Ἡρόδ. 9. 57, Αἰσχύλ. Πέρσ. 20· νεῶν στῖφος, ἡ πυκνὴ παράταξις τῶν πλοίων, αὐτόθι 366· στῖφος ποιήσασθαι Ἡρόδ. 9. 70 πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 852, Εἰρ. 564, Θουκ. 8. 92, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 19, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., πλήθη, ὁμάδες, Πολύβ. 2. 68, 4, Φίλων 2. 455.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
masse compacte (d’hommes, de navires, etc.) ; particul. troupe de combattants massés : στῖφος ποιήσασθαι HDT former le carré en parl. d’une troupe.
Étymologie: στείβω.

Greek Monolingual

-ους, το / στῑφος, ΝΑ, γεν. και στίφεος Α
1. πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων, αγέλη, μπουλούκι (α. «ἡλθαν τα στίφη τών βαρβάρων» β. «στίφος ακρίδων» γ. «νεανιῶν στῑφος», Αριστοφ.)
αρχ.
1. στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα
2. τάξη 4.096 ελαφρώς οπλισμένων ανδρών
3. μτφ. πληθώρα, πλησμονή («στίφη αμαρτημάτων», Φίλ.)
4. φρ. «νεῶν στῑφος» — πυκνή παράταξη πλοίων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθανότατα στην ΙΕ ρίζα steib(h)- / stib(h)- «συμπυκνώνω, συσσωρεύω, συμπιέζω» του ρ. στείβω και εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -, πιθ. εκφραστικό όπως και το παράγωγο στίβη «πρωινή δροσιά, πάχνη» του ρ. στείβω. Η λ. εμφανίζει επίσης δασύ ηχηρό σύμφωνο -φ- (πρβλ. και λιθουαν. stiebas «ιστός, στύλος», αρχ. ινδ. stibhi- «δέσμη, δεμάτι»), σε αντίθεση με τους περισσότερους τ. της οικογένειας, που εμφανίζουν μέσο ηχηρό -β- (βλ. λ. στείβω)].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
βλ. στυφός.