υμένας

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο / ὑμήν, -ένος, ΝΑ
λεπτός ελαστικός ιστός, σαν μεμβράνη, ο οποίος βρίσκεται σε διάφορα όργανα του σώματος (α. «παρθενικός υμένας» — μηνοειδής, συνήθως, υμένας που προσφύεται στο χείλος του έξω στομίου του κολεού παρθένας γυναίκας και το στενώνει και ο οποίος ρήγνυται συνήθως μετά την πρώτη συνουσία
β. «περιτόναιος ὑμήν» — το περιτόναιο, Πολύδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «υμένες αβγού»
ιατρ. ονομασία τών υμένων που περιβάλλουν το κύημα, δηλαδή του αμνίου εσωτερικά και του χορίου εξωτερικά
β) «υμένας του Ράϊσνερ» — ονομασία πετάλου του περιοστέου του κοχλία του αφτιού, αλλ. αιθουσαίος υμένας·β) «αρθρικός υμένας»
ανατ. η έσω στιβάδα αρθρικού θυλάκου, ανάλογη με τον ορογόνο υμένα
γ) «αρυταινοεπιγλωττιδικός υμένας»
ανατ. η άνω μοίρα του ελαστικού υμένα του λάρυγγα
δ) «ελαστικός υμένας»
ανατ. υμένας που καλύπτει την έσω επιφάνεια τών χόνδρων του λάρυγγα κάτω από τον βλεννογόνο
ε) «επισωματικός υμένας [[[πρόσθιος]] και οπίσθιος
ανατ. καθένας από τους δύο υμένες της ινιοεπιστροφικής αρθρώσεως, που βρίσκονται μεταξύ επιστροφέως και ινιακού οστού
στ) «θυροειδής υμένας»
ανατ. υμένας που αποφράσσει εν μέρει το θυροειδές τρήμα του ανώνυμου οστού
ζ) «καλυπτήριος υμένας»
ανατ. σύνδεσμος που εκφύεται από τη βάση του ινιακού οστού και καταφύεται στον 2ο και 3ο αυχενικό σπόνδυλο
η) «ορογόνος υμένας»
ανατ. βλ. ορογόνος
αρχ.
1. ονομασία μιας μεμβράνης τών πτηνών
2. φτερό εντόμου
3. περικάλυμμα του σπόρου τών φυτών
4. λεπτή πλάκα μετάλλου
5. μεμβράνη που χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία λ. της τεχνικής ορολογίας που έχει συνδεθεί με το αρχ. ινδ. ουδ. syūman- «δεσμός, λουρί, ραφή», παρά τη μορφολογική (ποσότητα του -u-, διαφορά γένους και επιθήματος) και τη σημασιολογική απόσταση που παρουσιάζουν οι δύο τύποι. Αν δεχθούμε, ωστόσο, την άποψη αυτή, τότε η λ. ὑμήν θα πρέπει να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα syū- / sū- «ράβω» και να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. sĩvyati «ράβω», λιθουαν. siuti, αρχ. σλαβ. šije, λατ. suo και το ρ. κασσύω].