άρνυμαι

Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἄρνυμαι (Α)
1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω
2. αποκτώ, κερδίζω
3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ
4. εκλέγω, προτιμώ
5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα -νυ-, ο οποίος έχει άμεση αντιστοιχία με το αρμεν. άrnum «παίρνω» (αόρ. άri, πρβλ. ηρόμην)
πιθ. συγγένεια με αβεστ. ∂r∂naυ- «παρέχω, χορηγώ», σανσκρ. ŗnō-ti «προσβάλλω, τυγχάνω», αρχ. άνω γερμ. arnōn «αποκτώ». Το ρ. άρνυμαι χρησιμοποιείται στην αρχαία ποίηση και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «προσπαθώ να αποκτήσω, προσπαθώ να πετύχω, δέχομαι (δόξα, αμοιβή, πληρωμή)», ενώ λείπει στον αττικό πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. μισθαρνώεργάζομαι επί μισθῴ») < φρ. «μισθὸν ἄρνυσθαι»].