αἴγλη
English (LSJ)
ἡ,
A the light of the sun or moon, Od.4.45, etc.:—of the radiance of Olympus, λευκὴ αἴ. 6.45, cf. S.Ant.610 (lyr.); εἰς αἴγλαν μολεῖν to come to daylight, i.e. to be born, Pi.N.1.35; φοιβὰν ὑπαὶ χειμῶνος αἴ., of sunshine on edge of storm-cloud, B.12.140; of dream light in sleep, S.Ph.831 (lyr.). 2 generally, radiance, gleam, ἀπὸ χαλκοῦ αἴ. Il.2.458; τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴ. the gleam of her torches, S.OT207 (lyr.); μέλαιναν αἴ., of dying embers, E.Tr.549 (lyr.). 3 metaph., splendour, glory, αἴ. ποδῶν, of swiftness, Pi.O.13.36; διόσδοτος αἴ. Id.P.8.96. II of shining objects, as a bracelet, S.Fr.594; fetter, Epich.20.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγλη: ἡ, κυρίως τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, λαμπηδών, Ὀδ. Δ. 45, κτλ.· ἀκολούθως, ἁπλῶς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας· λευκὴ αἴγλη, Ὁδ. Ζ. 45· εἰς αἴγλαν μολεῖν, ἐλθεῖν εἰς τὸ φῶς, ὃ ἐ. γεννηθῆναι, Πινδ. Ν. 1. 55· Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Σοφ. Ἀντ. 610 (λυρ.): - Περὶ τοῦ Σοφ. Φ. 831 (λυρ.) ἴδε ἐν λέξ. ἀντέχω, Ι. 2) πᾶσα περιαστράπτουσα στιλπνότης ἢ λάμψις, αἴγλη χαλκοῦ, ἡ λάμψις τοῦ ἐνστιλπνωμένου χαλκοῦ, Ἰλ. Β. 458· τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, τὰς λάμψεις τῶν πυρσῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Τ. 208 (λυρ.)· μέλαιναν αἴγλαν, τὴν μετὰ καπνοῦ λάμψιν, τὴν ἐκπεμπομένην ἐκ σβεννυομένης πλέον πυρκαϊᾶς, Εὐρ. Τρῳ. 549· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου atro lumine taedas Aen. 7, 456. 3) μεταφ. λαμπρότης, δόξα· αἴγλη ποδῶν ἐπὶ ταχύτητος, Πινδ. Ο. 13, 49· διόσδοτος αἴγλα, ὁ αὐτ. Π. 8. 136. II. ὁ Ἡσυχ. ἀναφέρει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 524) ὡς = χλιδών, ψέλλιον· καὶ ἐκ τοῦ Ἐπιχ. ὡς πέδη, δεσμός. Ἐν τοῖς Α. Β. 354, φέρονται καὶ τὰ ἑξῆς περὶ τῆς λέξεως ταύτης: «Αἴγλη, λαμπηδών, αὐγή, φέγγος, φῶς, καὶ ἡ θυσία δὲ ἡ ὑπὲρ τοῦ κατακλυσμοῦ εἰς Δελφοὺς ἀπαγομένη αἴγλη ἐκαλεῖτο, καὶ ποπάνου τι εἶδος, ἐν ᾧ διεπλάσσετο εἴδωλα, καὶ βόλος φαῦλος, κυβευτικὸς αἴγλη ἐκαλεῖτο, ἀλλὰ καὶ ἡ σελήνη καὶ τοῦ ζυγοῦ τὸ περίμεσον, καὶ παιδιά τις ἐκαλεῖτο αἴγλη, καὶ ὁ Ἀσκληπιός, καὶ χλιδὼν δέ τις οὕτως ἐκαλεῖτο· ἔνιοι δέ φασι σημαίνειν καὶ τὸν περιπόδιον κόσμον ἢ τὸν ἀμφιδέα, ἢ ἁπλῶς ψέλλιον· σημαίνει δὲ καὶ τὴν πέδην ἡ αἴγλη, ὡς παρ’ ’Επιχάρμῳ.»
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 éclat du soleil ; lumière du jour;
2 éclat, lueur en gén. ; αἱ αἶγλαι torches ou flambeaux allumés ; fig. sérénité.
Étymologie: pour *ἀγίλη feu ; cf. lat. ignis.
English (Autenrieth)
radiance, gleam; of daylight, Od. 6.45; of sun and moon; of weapons, Il. 2.458.
Greek Monotonic
αἴγλη: ἡ,
1. φως ήλιου, ακτινοβολία, λάμψη, λαμπρότητα, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα απλώς το φως της ημέρας· λευκὴ αἴγλη, στο ίδ.· εἰς αἴγλαν μολεῖν, ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ.
2. κάθε είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα, ακτινοβολία· αἴγλη χαλκοῦ, η λάμψη του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.