πρώην
English (LSJ)
Dor. πρώᾱν Theoc.5.4,15.15; contr. πρῶν Call.Fr.84, Herod.5.62; πρᾶν Theoc.2.115:—
A lately, just now, Il.5.832, 24.500, Ar.Fr.408, Alex.258, Herod.l.c., UPZ42.25 (ii B.C.), Cic.Att.6.4.3, etc.; in a book, above, Arist.EN1104b18. 2 long ago, Procop.Gaz. Pan.p.505 B.; Ἀγησίλαος ὁ π. ib.p.514 B. II more definitely, the day before yesterday, οὐ . . χθές, ἀλλὰ π. Th.3.113; μέχρι οὗ π. τε καὶ χθές till yesterday or the day before, i.e. till very lately, Hdt.2.53; π. καὶ χθές D.44.42; χθές τε καὶ π. Ar.Ra.726; χθὲς καὶ π. Pl.Lg.677d; τὰ ἐχθὲς καὶ π. Id.Grg.470d; ἐχθὲς καὶ π. Isoc.6.27; ἄρτι καὶ π., ὀψὲ καὶ π., Plu.Brut.1, 2.394b. (The first syll. of πρώαν is short in Theoc. ll.cc.; πρόαν is written in 15.15 (codd. opt.), v.l. in 4.60.)
German (Pape)
[Seite 802] dor. πρώαν, auch πρών, Callim., adv., neulich, kürzlich, vor kurzem; Il. 5, 832. 24, 500; μέχρι οὗ πρώην τε καὶ χθές, d. i. bis zur jüngst vergangenen Zeit, bis vor ganz kurzer Zeit, Her. 2, 53; also eigtl. vorgestern, Thuc. 3, 113; Xen. Cyr. 2, 2, 2; τὸν πρώην καὶ χθὲς ἐγγραφέντα, Dem. 44, 42; Pol. 9, 31, 4 u. Sp., wie Luc. D. D. 5, 2. – [In der dor. Form πρώαν scheint die erste Sylbe zuweilen kurz gebraucht zu sein, Theocr. 4, 60. 5, 4. 15, 16.] – Es ist eigtl. mit ι subscr. zu schreiben, da es als acc. sing. πρωΐην, sc. ὥραν, von πρώϊος herzuleiten.
Greek (Liddell-Scott)
πρώην: (ὀρθότ. πρῴην, ἴδε περὶ τὸ τέλος), Δωρ. πρώᾱν Θεόκρ. 4. 60., 2. 4., 15· συνηρ. πρῶν Καλλ. Ἀποσπ. 84· - νεωστί, ἀρτίως, Λατιν. nuper, Ἰλ. Ε. 832, Ω. 500, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 355., Ἄλεξ. ἐν «Χορηγίδι» 1. κτλ. II. ἐπὶ μᾶλλον ὡρισμένης σημασίας, κατὰ τὴν πρὸ τῆς χθὲς ἡμέραν, προχθές, οὐ... χθές, ἀλλὰ πρ. Θουκ. 3. 113· ἐντεῦθεν, αἱ φράσεις, μέχρι οὗ πρώην τε καὶ χθὲς Ἡρόδ. 2. 53.· ὡσαύτως, πρώην καὶ χθὲς Δημ. 1093. 3· χθές τε καὶ πρώην Ἀριστοφ. Βάτρ. 726· χθὲς καὶ πρ. Πλάτ. Νόμ. 677D· τὰ χθὲς καὶ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 470D· ἐχθὲς καὶ πρ. Ἰσοκρ. 121Β· ἄρτι καὶ πρ., ὀψὲ καὶ πρ. Πλουτ. Βροῦτ. 1., 2. 394C· ἴδε πρωιζός, καὶ πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 323. (Τὸ πρώην φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πρωίην (ἐξυπακ. τοῦ ὥραν), ἑνικ. αἰτ. θηλ. τοῦ πρώιος· εἰ οὕτως ἔχει, ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι πρῴην). [πρω- κεῖται ὡς βραχεῖα παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avant-hier ; p. ext. l’autre jour;
2 p. ext. tout dernièrement, tout récemment ; χθὲς καὶ πρώην, πρώην τε καὶ χθές hier et avant-hier, càd tout récemment, depuis peu ; ἄρτι καὶ πρώην PLUT m. sign.
Étymologie: πρό.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α
επίρρ. νεοελλ.
1. άλλοτε
2. τέως («ο πρώην δήμαρχος»)
μσν.
φρ. «ἐκ πρώην» — από παλιά
μσν.-αρχ.
προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.)
αρχ.
1. μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα, άρτι
2. (σε βιβλίο) πιο πάνω, παραπάνω
3. προ πολλού, πριν από πολύ καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρ. πρώην και πρωί έχουν σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό, με εκτεταμένο το φωνήεν της ρίζας (πρβλ. λατ. prō, βλ. και λ. προ) και μπορούν να παραβληθούν με τα επίσης χρονικής σημασίας: αρχ. άνω γερμ. fruo «το πρωί», γερμ. fruh «νωρίς», αρχ. ινδ. prā-tar- «νωρίς». Το επίρρ. πρώην προήλθε πιθ. από την αιτ. θηλ. ενός αρχ. επιθ. ή σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλα επιρρ. προερχόμενα από αιτιατικές (πρβλ. ἄντην, δήν, πλήν). Ο τ. πρῴην κατά τον τ. πρῴ του επιρρ. πρωί, ο τ. πρόᾱν < πρώᾱν / πρώην, με βράχυνση του -ω- για μετρικούς λόγους, ενώ, τέλος, ο τ. πρᾶν < πρόαν, με συναίρεση].
Greek Monotonic
πρώην: Δωρ. πρώᾱν (πρωί),
I. πρόσφατα, προ ολίγου, Λατ. nuper, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. προχθές, οὐ χθές, ἀλλὰ πρώην, σε Θουκ.· πρώην τε καὶ χθές, μέχρι προχθές, μέχρι πρότινος, σε Ηρόδ.· ομοίως, χθές τε καὶ πρώην, σε Αριστοφ.· πρώην καὶ χθές, σε Δημ.