συμπάρειμι

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

(εἰμί

   A sum) to be present also or at the same time, Hp.VM17, And.1.12, X.Lac.2.2, 12.3, etc.; freq. in Pap., PSI5.509.8 (iii B.C.), etc.; of a desire, Sor.1.38; of planets, occupy a position together, Vett.Val.60.21.    2 stand by, come to help, τινι X.HG4.6.1; ἐν ἔργοις Phld.Piet.37; of an advocate, D.24.158; act as one's representative, PRyl.120.3 (ii A.D.), etc.
συμπάρ-ειμι, (εἶμι

   A ibo) march beside together, impf. συμπαρῄει, X.HG2.1.28, Aeschin.2.111.

German (Pape)

[Seite 985] (s. εἶμι), mit darauflosgehen, ξυμπαρῄει Xen. Hell. 2, 1, 28. (s. εἰμί), mit od. zugleich dasein, Xen. Hell. 7, 1, 5 Lac. 12, 3 u. öfter; auch = zu Hülfe kommen, Hell. 4, 6, 1; öfter bei Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ὡσαύτως ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16.

French (Bailly abrégé)

11 être présent aussi ou en même temps;
2 venir au secours de, assister, τινι.
Étymologie: σύν, πάρειμι¹.
2impf. συμπαρῄειν, f. συμπάρειμι, etc.
s’avancer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, πάρειμι².

English (Strong)

from σύν and πάρειμι; to be at hand together, i.e. now present: be here present with.

English (Thayer)

(T WH συνπαρειμι (cf. σύν, II. at the end)); to be present together: τίνι, with one, Hippocrates (430 B.C.>), Xenophon, Demosthenes, others.))

Greek Monolingual

(I)
Α
1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ)
2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως
3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», Ξεν.)
4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση μαζί με κάποιον άλλον
5. παρίσταμαι ως συνήγορος
6. ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (ΙΙ) «παρευρίσκομαι»].———————— (II)
Α
πορεύομαι συγχρόνως κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (Ι) «παρέρχομαι, περνώ από κοντά»].

Greek Monolingual

(I)
Α
1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ)
2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως
3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», Ξεν.)
4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση μαζί με κάποιον άλλον
5. παρίσταμαι ως συνήγορος
6. ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (ΙΙ) «παρευρίσκομαι»].———————— (II)
Α
πορεύομαι συγχρόνως κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (Ι) «παρέρχομαι, περνώ από κοντά»].

Greek Monotonic

συμπάρειμι: (εἰμί, Λατ. sum),
1. παρίσταμαι, παρευρίσκομαι επίσης ή συγχρόνως, είμαι κι εγώ παρών, σε Ξεν. κ.λπ.
2. στέκομαι στο πλάι, σπεύδω να βοηθήσω, τινι, στον ίδ., σε Δημ.
συμπάρειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), πορεύομαι στο πλάι επίσης ή μαζί με άλλους, προσέρχομαι, γʹ ενικ. παρατ. συμπαρῄει, σε Ξεν., Αισχίν.