διεῖπον

Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

in Hom. also διαεῖπον (v. infr.), serving as aor. 2 to διαγορεύω:—

   A tell fully or distinctly, μεμιγμένοι . . ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Il.10.425; τρόπον πόνων S.Tr.22; declare, of an oracle, Id.OT854; interpret a riddle, ib.394, cf. Pl.Plt.275a.    2 speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.4.215.    II Med., fix upon, agree, διειπάμενος ἐν ᾧ [χρόνῳ] ἀποδώσει Arist.Oec.1351b5: abs., Id.EE1243a31, Leg.Gort.9.27.

Greek (Liddell-Scott)

διεῖπον: παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ διαγορεύω˙ - λέγω ἐντελῶς, λέγω ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16˙ μεμιγμένοι…, ἢ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Ἰλ. Κ. 425˙ τὸ αἴνιγμα δ. Σοφ. Ο. Τ. 394˙ τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22˙ διακηρύττω, προλέγω ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854˙ ἑρμηνεύω αἴνιγμα ἢ γρῖφον, αὐτόθι 394˙ οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁρίζω τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. διερῶ, διείρηκα.

French (Bailly abrégé)

1 expliquer clairement, acc.;
2 déclarer en parl. d’un oracle;
3 dire en échange, échanger des paroles, s’entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.
Étymologie: διά, εἶπον.
2v. διέπω.

English (Autenrieth)

(ϝεῖπον), inf. διαειπέμεν, imp. δίειπε: tell or talk over fully, Il. 10.425 and Od. 4.215.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

Greek Monotonic

διεῖπον: στον Όμηρ. επίσης δια-εῖπον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του διαγορεύω·
1. λέω εντελώς, μιλώ ολοκληρωμένα ή με σαφήνεια, σε Όμηρ., Σοφ.· εξηγώ, ερμηνεύω αίνιγμα ή γρίφο, στον ίδ.
2. μιλώ, συζητώ με κάποιον άλλο, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. δι-ερῶ, Παθ. αόρ. αʹ δι-ερρήθην).

Russian (Dvoretsky)

διεῖπον: I [aor. 2 к διαγορεύω
1) поговорить, побеседовать (ἀλλήλοισιν Hom.);
2) обстоятельно рассказать (τι Plat.);
3) возвестить, предсказать (φόνος, ὃν Λοξίας διεῖπε χρῆναι θανεῖν Soph.);
4) разгадать (τὸ αἴνιγμα Soph.);
5) med. установить, определить (ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει, sc. τὰ χρήματα Arst.).
II impf. к διέπω.