μιστύλλω

Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A cut up, in Hom. always of cutting up meat before roasting, μίστυλλόν τ' ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν Il.1.465, cf. 9.210, al.; εὗσέ τε μίστυλλέν τε Od.14.75; μιστύλλουσι δρόμον Φαεθοντίδος αἴγλης, metaph., of a sun-dial, AP9.782 (Paul.Sil.): pres. part., Ar.Fr.409, Clidem.17: aor. 1 ἐμίστῡλα Semon.24: part. fem. μιστύλασα Lyc.154: Med. ἐμιστύλαντο [ῡ] Nonn.D.21.115.

German (Pape)

[Seite 192] zerstückeln, das Fleisch in Stücke zerschneiden, bei Hom. immer von dem Fleisch, welches gebraten werden soll, μίστυλλόν τ' ἄρα τἄλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter; Clidem. bei Ath. XIV, 660 a u. sp. D. Auch hiervon wird die andere Schreibung μυστίλλω erwähnt (s. die Vorigen). Gewöhnlich führt man es auf μιω, = μινύθω, zurück. Verwandt ist wohl μίτυλος, μύτιλος, mutilus.

Greek (Liddell-Scott)

μιστύλλω: κατακόπτω, κόπτω εἰς τεμάχια, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τομῆς τοῦ κρέατος εἰς τεμάχια πρὸ τῆς ὀπτήσεως μίστυλλον τ’ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, πρβλ. Ι. 210, κτλ.· εὗσέ τε μίστυλλέν τε Ὀδ. Ξ. 75· γ΄ πληθ. ἐνεστ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 782· μετοχ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 660Α: ἀόρ. α΄ ἐμίστῡλα Σιμων. Ἀμοργ. 22· μετοχ. θηλ. μιστύλασα Λυκόφρ. 154· μέσ. ἐμιστύλαντο [ῡ] Νόνν. Δ. 21. 15. - Πρβλ. δια-μιστύλλω, μυστιλάομαι. Συγγενὲς ἴσως ταῖς λέξ. μίτυλος, μύτιλος, Μυτιλήνη, Λατ. mutilus).

French (Bailly abrégé)

f. μιστυλῶ, ao. ἐμίστυλα;
couper la viande en menus morceaux, hacher.
Étymologie: μιστύλη.

English (Autenrieth)

cut in bits or small pieces, preparatory to roasting the meat on spits, Il. 1.465.

Greek Monolingual

μιστύλλω (Α)
κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω)
αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οικογένεια ανάγεται σε θ. μιστο- (< μιτ-το- ή μιδ-το- ή μιθ-το-) ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μιστύς. Το ρ. συνδέεται πιθ. με γοτθ. maitan «κομματιάζω, κόβω», αρχ. ισλδ. meita «κόβω», meitill «σμίλη», αρχ. νορβ. meida «τραυματίζω, πληγώνω» (< meid-). Αμφίβολη εξάλλου θεωρείται η σύνδεση του ρ. με αρχ. ινδ. methati «τραυματίζω»].

Greek Monotonic

μιστύλλω: αόρ. αʹ ἐμίστῡλα, κόβω σε κομμάτια το κρέας, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μιστύλλω: 1) (о мясе) рассекать, разрубать (σπλάγχνα Hom.);
2) разделять, расчленять: δρόμον φαεθοντίδος αἴγλης μ. Anth. делить на части путь солнечного сияния, т. е. наносить деления на диск солнечных часов.