ἀστραπή

Revision as of 20:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀστεροπή, στεροπή,fiash of lightning, lightning, βροντὴ καὶ ἀ. Hdt.3.86, cf. X.HG7.1.31, etc.; βροντὴ δ' ἐρράγη δι' ἀστραπῆς S.Fr.578, cf. Pl.Ti.68a, Cra.409c, Arist.Mete.369b6; personified, as subject of painting, Plin.HN35.96, Philostr.Im. 1.14: freq. in pl., lightnings, τὰς ἀ. τε καὶ κεραυνίους βολάς A.Th. 430; τᾶν πυρφόρων ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT201 (lyr.).    2 light of a lamp, A.Fr.386, Ev.Luc.11.36.    3 metaph., ἀστραπήν τιν' ὀμμάτων flashing of the eyes, S.Fr.474; βλέπων ἀστραπάς Ar.Ach. 566; ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπὴ [εἰμί] Antiph.195.4, cf. Ach.Tat.6.6.

German (Pape)

[Seite 377] ἡ, der Blitz, Aesch. Sept. 412; βροντὴ καὶ ἀστρ. Her. 3, 86 u. Folgde; übrtr., Glanz, ὀμμάτων Soph. frg.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
éclair ; foudre.
Étymologie: cf. ἀστεροπή, στεροπή.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰπή) -ῆς, ἡ
1 relámpago, centella θοή ... ἀ. B.17.56, τὰς ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολάς A.Th.430, <τᾶν> πυρφόρων ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT 201, ἀ. ἐξ αἰθρίης βροντὴ ἐγένετο Hdt.3.86, πρὸς βροντήν τε καὶ ἀστραπὴν τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν Hdt.4.94, βροντὴ δ' ἔρράγη δι' ἀστραπῆς S.Fr.578, Ar.Nu.583, συνέβη βροντάς τε ἅμα τινὰς γίγνεσθαι καὶ ἀστραπάς Th.6.70, τὰ δ' ἄστρα ἔοικε ἀστραπῆς ἐπωνυμίαν ἔχειν Pl.Cra.409c, ἐγίγνοντο φωναὶ καὶ ἀστραπαί sobrevinieron truenos y relámpagos LXX Ex.19.16, cf. Pl.Ti.68a, X.HG 7.1.31, Arist.Mete.369b6, 364b30, S.E.M.9.24 (= Democr.A 75), Plu.2.664e, Eu.Luc.17.24, Plot.1.6.1
en comparaciones τὰ πολλὰ ὥσπερ ἀστραπὴν ἐδόκεεν ἐκλάμπειν muchas veces creía que brillaba como un relámpago Hp.Epid.5.83, τοῖς φίλοις τοιοῦτόν εἶμ' ἤδη τι ... ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή tal es la condición que tengo para mis amigos ... un relámpago para cegar a cualquiera Antiph.195.4
como tema de un cuadro, Plin.HN 35.96, Philostr.Im.1.14
fig. de miradas ἀστραπήν τιν' ὀμμάτων un brillo especial en los ojos S.Fr.474, ὦ βλέπων ἀστραπάς oh tú, que echas relámpagos por los ojos Ar.Ach.566, cf. Ach.Tat.6.6.3.
2 fulgor de antorchas λαμπραῖσιν ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει A.Fr.386, cf. Eu.Luc.11.36, ἐκ τοῦ πυρὸς ἐξεπορεύετο ἀστραπή LXX Ez.1.13.

• Etimología: v. ἀστράπτω.

English (Strong)

from ἀστράπτω; lightning; by analogy, glare: lightning, bright shining.

English (Thayer)

ἀστραπῆς, ἡ, lightning: Aeschylus fragment (from schol. on Sophocles Oed. Colossians 1047) 188 Ahrens, 372Dindorf).

Greek Monolingual

η (AM ἀστραπή)
1. το φωτεινό φαινόμενο που προκαλείται από ηλεκτρικές εκκενώσεις της ατμόσφαιρας κατά τη διάρκεια καταιγίδας ή ακόμη και έκρηξης ηφαιστείου
2. ζωηρή λάμψη, φεγγοβολή
3. η λάμψη των ματιών («το μάτι του βγάζει αστραπή»
«ἀστραπήν τιν' ὀμμάτων», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ο κεραυνός
2. σύμβολο ταχύτητας («γίνομαι αστραπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σχέση μεταξύ των τ. αστραπή και αστράπτω. Η άποψη κατά την οποία πιθ. αστράπτω προέρχεται από μηδενισμένη βαθμ. του τ. αστερ-οπή (πρβλ. βλίττω < μηδεν. βαθμ. της λ. μέλι) και αστραπή < αστράπτω δεν αίρει τη δυσκολία ότι το ρ. θα έπρεπε να είναι αστράσσω, λόγω του ληκτικού χειλοϋπερωικού (-(ә)qụ, πρβλ. ρίζα οπ-). Η υπόθεση επίσης ότι αστραπή < αστερ-οπή, με μετάπτωση, δεν ερμηνεύει την τροπή του ο σε α, συνεπώς θα αναμένονταν τ. αστροπή και αστρόπτω, αν και με επιφύλαξη διατυπώνεται η σκέψη ότι πιθ. ο τ. αστράπτω αντικατέστησε το αστρόπτω, αναλογικά προς τα ρήματα σε -άπτω και, στη συνέχεια, προέκυψε ο τ. αστραπή < (ρ.) αστράπτω.
ΠΑΡ. αρχ. αστραπαίος
νεοελλ.
αστραπιαίος.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. αστραπηφόρος
μσν.
αστραπηβόλος, αστραπηλάτης, αστραπόβλητος
νεοελλ.
αστραπόβολο και -βόλι, αστραποβόλος, αστραπόβροντο, αστραπόδαρτος, αστραποκαίω, αστραπόμορφος, αστραποπέλεκας, αστραποπέρασμα, αστραπόπετρα, αστραποσύγνεφο, αστραποφεγγιά, αστροπελέκι].

Greek Monotonic

ἀστραπή: [ᾰ], ἡ, = ἀστεροπή, στεροπή·
1. λάμψη της αστραπής, αστραπή, σε Ηρόδ., σε Αττ.· στον πληθ., αστραπές, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. οποιοδήποτε έντονο φως, λαμπάδα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰπή: дор. Soph. ἀστρᾰπά
1) молния Her. etc.: ἀ. φαίνεται πρότερον τῆς βροντῆς Arst. молния видна раньше, чем слышится гром;
2) сияние, свет (λαμπάδων Aesch.; ἀπὸ ἀνατολῶν NT); сверкание (τῶν ὀμμάτων Soph.): βλέπειν ἀστραπάς Arph. сверкать глазами.

Frisk Etymological English

See also: ἀστεροπή

Middle Liddell

ἀστεροπή, στεροπή
1. a flash of lightning, lightning, Hdt., attic; in pl. lightnings, Aesch., Soph.
2. any bright light, NTest.