θεμιστεύω

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A declare law and right, c. dat., Μίνωα ἴδον . . θεμιστεύοντα νέκυσσιν Od. 11.569: c. gen., govern, θ. δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ' ἀλόχων 9.114.    II give by way of answer or oracle, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θ. h.Ap.253, cf. Lys.Fr.23S.: abs., deliver oracles, E.Ion371, D.S.5.67, Plu.Alex. 14; τινα Orac. ap. Ael.VH3.43; cf. θεμιτεύω.

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwalten, Recht sprechen, τινί, Od. 11, 569; übh. obherrschen, obwalten, τινός, 9, 114; ὄργια Κυβέλης θεμιστεύων Eur. Bacch. 79, auf gesetzliche Weise feiern, Musgr. änderte θεμιτεύων. – Rathschläge, Orakel gehen (s. θέμις), H. h. Apoll. 953. 293, τοῖσιν δέ τ' ἐγὼ νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύοιμι; Eur. Ion 571 τὸν θεμιστεύοντά σεο; Orph. H. 79, 4; οὔ σε θεμιστεύσω Orak. bei Ael. V. H. 3, 43; Lys. bei Harpocr.; absol., Plut. Alex. 14 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεύω: ἀπονέμω τὸ δίκαιον, δικαιοδοτῶ, Λατ. jus dicere, μετὰ δοτ., Μίνωα ἴδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν Ὀδ. Λ. 569· μετὰ γεν., εἶμαι δικαστής, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων Ὀδ. Ι. 114. ΙΙ. ἐπὶ θεῶν, χρησμοδοτῶ, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 253, πρβλ. 293· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Λυσίας παρ’ Ἁρπ.· - ἀπολ., παρέχω χρησμούς, Εὐρ. Ἴωνι 371, Πλούτ. Ἀλεξ. 14, Χρησμ. παρ’ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 43. - Πρβλ. θεμιτεύω.

French (Bailly abrégé)

1 rendre la justice : τινι à qqn ; p. ext. être juge ou chef de, gouverner;
2 rendre des oracles.
Étymologie: θέμις.

English (Autenrieth)

(θέμις): be judge for or over, judge; τινί, Od. 11.569; τινός, Od. 9.114.

Greek Monolingual

θεμιστεύω (Α) θέμις (Ι)]
1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.)
2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία
3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς.

Greek Monotonic

θεμιστεύω: μέλ. -σω (θέμις),
I. απονέμω δικαιοσύνη, διακηρύσσω το δίκαιο, Λατ. jus dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., διεκδικώ το δίκαιο έναντι, είμαι δικαστής, στο ίδ.
II. χρησμοδοτώ, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., δίνω χρησμούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστεύω:
1) вершить суд, судить (Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);
2) управлять, повелевать (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);
3) (о божестве) (воз)вещать (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);
4) давать оракул, прорицать (τινί Eur., Plut.).

Middle Liddell

θεμιστεύω, fut. -σω θέμις
I. to declare law and right, Lat. jus dicere, Od.: c. gen. to claim right over, to govern, Od.
II. to give by way of answer or oracle, Hhymn.:—absol. to deliver oracles, Eur.