ὄλβος

Revision as of 10:25, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

ὁ,

   A happiness, bliss, esp. worldly happiness, weal, ἀλλ' οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄ. Od.3.208, cf. 4.208 ; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄ. ἀνθρώποισιν 6.188 ; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Il.16.596, Od.14.206, cf. Emp. 119 : freq. in Lyr., as Pi.O.6.72, B.3.92, and Trag., as A.Pers.164, 252, 709, al. ; ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. S.OT1282, cf. Plu.Per.12 : rarely in pl., ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι . . εὐδαίμονας ὄ. S.Fr.320 (lyr.).—Poet. word, used by Hdt.1.32, 86, X.Cyr.1.5.9, 4.2.44 and 46, Ar.Av.421, Hp.Ep.3,5, LXX Si.30.15. (Perh. cogn. with Lith. algà (I.-E. olgu̯ā) 'wage'.)

German (Pape)

[Seite 318] ὁ (nach den Alten von ὅλος βίος, dem Sinne nach freilich richtig, aber falsche Wortbildung; nach Anderen mit ὀφέλλειν zusammenhangend, gedeihlicher Zustand; vielleicht verwandt mit ἀλφεῖν), Glückseligkeit, Glück, Alles was zum vollen Lebensgenusse gehört, bes. Wohlstand, Vermögen; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, Il. 16, 596, wie 24, 556 u. öfter; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον ἀν. θρώποισιν, Od. 6, 188, vgl. 3, 208 (u. das. Nitzsch). 4, 208; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν, Od. 18, 19, öfter, übh. Lebensglück; Pind. oft, ὄλβος ἅμ' ἕσπετο Ol. 6, 72, vgl. P. 5, 55, σὺν θεῷ φυτευθεὶς ὄλβος N. 8, 17; κατέφθαρται πολὺς ὄλβος, Aesch. Pers. 248, öfter; ἀρχάς τε πολισσονόμους ἕξει πατέρων μέγαν ὄλβον, Ch. 852; Soph. O. R. 1197; τὸν πάντα ὄλβον ἦμαρ ἕν μ' ἀφείλετο, Eur. Hec. 285, öfter; in Prosa, Her. 1, 86, selten bei den Attikern, bes. Reichthum bedeutend, wie Xen. Cyr. 1, 5, 9, πολὺν μὲν ὄλβον, πολλὴν δὲ εὐδαιμονίαν, μεγάλας δὲ τιμὰς καὶ αὐτοῖς καὶ τῇ πόλει περιάψειν, vgl. 4, 2, 44. 46; Luc. Dea Syr. 10; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλβος: ὁ, εὐτυχία, εὐδαιμονία, πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς εὐδαίμονα βίον, ἰδίως ἐπὶ κοσμικῆς εὐτυχίας, πλοῦτος, ἀφθονία, ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον Ὀδ. Γ. 208, πρβλ. Δ. 208· Ζεὺς δὲ αὐτὸς νέμει ὄλβον… ἀνθρώποισιν Ζ. 188· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Ἰλ. Π. 596, Ὀδ. Ξ. 206· συχνὸν παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πέρσ. 164, 252, 709, κ. ἀλλ.· ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. Σοφ. Ο. Τ. 1282· σπαν. ἐν τῷ πληθ., ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι.. εὐδαίμονας ὄλβους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298. ― Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 1. 86, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 9., 4. 2, 44 καὶ 46. (Ἴδε ἐν λ. οὔλω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bonheur, particul.
1 bonheur matériel, félicité, jouissance de la fortune;
2 richesses.
Étymologie: R. Ἀλφ, obtenir ; c. ἀλφάνω, cf. lat. labor.

English (Autenrieth)

happiness, fortune, riches.

English (Slater)

ὄλβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
   1 prosperity esp. material prosperity. ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη (O. 1.56) ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν (O. 2.22) θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ (O. 2.36) ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει (O. 5.23) ὄλβος ἅμ' ἕσπετο (O. 6.72) μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (O. 6.97) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι (P. 1.46) μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον (P. 2.26) λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν (P. 3.89) ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται (P. 3.105) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀκτῖνας ὄλβου/ -ῳ/-ον codd.) (P. 4.255) σὲ δ' πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται (P. 5.14) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος (P. 5.55) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν (P. 5.102) ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tricl.: μακρ. σὺν ὄλβῳ codd.) (P. 11.53) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (N. 7.58) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος Zeus (N. 10.13) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13) ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων (I. 3.5) νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.58) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) (I. 5.12) ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.12) τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον, ὄλ[βον] ἐγκατέθηκαν (Pae. 2.60) σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς (Pae. 6.133) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Pae. 9.9) παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. . . εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134.

Greek Monotonic

ὄλβος: ὁ, ευτυχία, ευδαιμονία, αγαθά, πλούτος, αφθονία, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὄλβος:
1) счастье, благоденствие, процветание: ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. Soph. счастье прежних дней;
2) богатство, состояние (ὄ. τε πλοῦτός τε Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: prosperity, blessed state, wealth, happiness (Il.; on the meaning Radermacher Gnomon 14, 296).
Compounds: Compp., e.g. ὀλβο-δότης, Dor. -δότας m., -δότειρα f. giver of wealth (E. in lyr., hell.) ἄν-ολβος without prosperity, unhappy (Orac. ap. Hdt. 1, 85, trag.).
Derivatives: 1. ὄλβιος blessed, having goods, happy (Il.), voc. ὀλβιό-δ᾽αιμον (Γ 182; Schwyzer 105 w. lit.), superlative ὄλβιστος (hell.; Seiler Steigerungsformen 104 f.); 2. ὀλβήεις id. (Man.); 3. ὀλβ-ία f. = ὄλβος (Phot.); 4. ὀλβίζω to bless, to bless oneself (trag.; ἐπ- ὄλβος Nonn.) with ὀλβιστήρ, -ῆρος blesser (late).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Various hypotheses by Prellwitz s. v., Bezzenberger BB 5, 171 f., Pisani KZ 61, 180ff., Grošelj Živa Ant. 2, 213, Machek Listy filol. 72, 71 f. - Furnée 155 connects ὄλπα χόνδρου τις ἕψησις. --- ἔδεσμά τι. η ὄλβος H.; if the word is cognate, it must be Pre-Greek, which is at all a good possibility.

Middle Liddell

ὄλβος, ὁ,
happiness, bliss, weal, wealth, Hom., etc.