ἐπικαλύπτω

Revision as of 20:26, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

   A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th.798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1; ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm.169d; τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106:— Pass., to be covered over, veiled, ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra.395b; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7.    II. put as a covering over, βλεφάρων φᾶρος E.HF642 codd. (lyr.):—Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens.437a25.

German (Pape)

[Seite 945] überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῦν πάθει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.

French (Bailly abrégé)

recouvrir, cacher, acc..
Étymologie: ἐπί, καλύπτω.

Spanish

mantener oculto

English (Strong)

from ἐπί and καλύπτω; to conceal, i.e. (figuratively) forgive: cover.

English (Thayer)

(1st aorist ἐπεκαλυφθην); to cover over: αἱ ἁμαρτίαι ἐπικαλυπτονται, are covered over so as not to come to view, i. e. are pardoned, Psalm 32:1>).

Greek Monolingual

(AM ἐπικαλύπτω)
σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα
νεοελλ.
καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω
αρχ.
1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)
2. επισκοτίζω.

Greek Monotonic

ἐπικᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. σκεπάζω, κλείνω, συγκαλύπτω, κρύβω, τυλίγω, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. θέτω ως σκέπαστρο, επικάλυμμα, βλεφάρων ἐπ. φᾶρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικᾰλύπτω:
1) покрывать, закрывать (ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἡ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.);
2) опускать (в виде завесы) (βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.): βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. затуманить свет очей, т. е. притупить зрение;
3) скрывать, прятать (κακὸν δ᾽ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes.; τὴν ἀπορίαν Plat.): ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. заглушать чьи-л. рыдания;
4) туманить, затемнять (ἐπικαλύπτεται ὁ νοῦς πάθει Arst.): ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. данное (Атрею) имя неясно.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to cover over, cover up, shroud, Hes., Plat.
II. to put as a covering over, βλεφάρων ἐπ. φᾶρος Eur.

Chinese

原文音譯:™pikalÚptw 誒披-卡呂普拖

詞類次數:動詞(1)

原文字根:在上-蓋

字義溯源:隱匿,遮蓋,蒙遮蓋;由(ἐπί)*=在⋯上)與(καλύπτω)=遮蓋)組成,其中 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊)。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字

出現次數:總共(1);羅(1)

譯字彙編

1) 蒙遮蓋(1) 羅4:7