ἀσύνθετος

Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (συντίθημι) A uncompounded, Pl.Phd.78c, Tht.205c, Arist.Pol.1252a19; freq. in Gramm., as A.D.Synt.172.27, al.; ἀ. φωνή a word standing alone, Chrysipp.Stoic.2.50. Adv. -τως Eust.17.6. II (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, ὁ δῆμός ἐστιν πρᾶγμα τῶν πάντων ἀσυνθετώτατον D.19.136 (v.l. ἀσυνετ-), cf. Ep.Rom.1.31; making no covenants, ἀ. διατελοῦσι Phld.Herc.1251.19.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht zusammengesetzt, einfach, Plat. Phaed. 78 c u. öfter; τὸ σύνθετον μέχρι τῶν ἀσυνθέτων ἀνάγκη διαιρεῖν Arist. Pol. 1, 1. – 2) Dem. 19, 136 nennt das Volk ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τὸ πάντων καὶ ἀσυνθετώτατον (die v. l. ἀσυνετώτατον in vielen mss. beruht auf einer Erkl. Harpocr.), nach Harpocr. ἀπιστότατον καὶ ἀβεβαιότατον καὶ πίστεις οὐ τιθέμενον, unbeständig, unzuverlässig, od. der etwas nicht wahrnimmt, nicht beherzigt (συντίθεσθαι), VLL. auch bundbrüchig, Ep. ad Rom. 1, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνθετος: παλ. Ἀττ. ἀξύνθετος, ον, (συντίθημι) ὁ μὴ σύνθετος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Φαίδων 78C, Θεαίτ. 205C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ., καὶ συχνάκις παρὰ γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. 17. 6. ΙΙ. (συντίθεμαι) ὁ μὴ περιοριζόμενος ὑπ’ οὐδεμιᾶς συνθήκης, ἀτίθασος, ὁ δῆμός ἐστιν ὄχλος, ἀσυνθετώτατον πρᾶγμα τῶν ἁπάντων Δημ. 383. 6, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. 1. 31: ― Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non composé, simple.
Étymologie: ἀ, σύνθετος.

Spanish (DGE)

-ον
I (de συντίθημι)
1 no compuesto, simple de cosas y abstr. αὐτὸ καθ' αὑτὸ (τῶν πρώτων) ἕκαστον ... ἀσύνθετον cada uno de los primeros elementos es por sí y en sí algo simple Pl.Tht.205c, τὸ πρωτογενὲς ἀνθρώποις κτῆμα ... ἀσύνθετον de las materias primas, Pl.Plt.288e, τῶν ἐν τοῖς ζῴοις μορίων τὰ μὲν ... ἀσύνθετα ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Arist.HA 486a5, de las preposiciones, Longin.10.6, εἶδος Plot.6.7.30, φύσις Gr.Nyss.Apoll.p.153.29, ὁ τοῦ θεοῦ νοῦς Eus.PE 3.10.15, cf. Plu.2.1085b, Porph.Sent.14, 38
neutr. subst. τὸ ἀ., τὰ ἀ. lo simple op. τὰ σύνθετα, τὰ συγκείμενα Pl.Phd.78c, Arist.Metaph.1076b19, Pol.1252a19
de colores puro Thphr.Sens.82
gram. simple στοιχεῖα Gramm.Pap.9.41, ἀντωνυμία A.D.Pron.32.17, 44.16, ἀ. γενική el genitivo de un pronombre simple A.D.Synt.172.27, φωνή Chrysipp.Stoic.2.50
mat. no divisible de los números primos Theol.Ar.61 (= Philol.A 13)
mús. τὰ διαστήματα intervalos simples, e.d., no divisibles en otros más pequeños, Aristox.Harm.9.11, 14, Aristid.Quint.10.20, 11.12, Mart.Cap.9.949, Anon.Bellerm.74
métr. del tetrámetro no compuesto Mar.Vict.114.16, πόδες Aristid.Quint.37.5.
2 de pers., en sent. moral descompuesto, incompleto κᾆτα διὰ παντὸς ἀσύνθετοι διατελοῦσιν Phld.Herc.1251.19.
II (de συντίθεμαι)
1 que falta a lo convenido, infiel ὁ δῆμός ἐστιν ... πρᾶγμα ... ἀσυνθετώτατον D.19.136, de los gentiles Ep.Rom.1.31, ἡ ἀ. Ἰούδα la pérfida Judá LXX Ie.3.7, cf. Ptol.Tetr.3.14.35, Gr.Naz.M.35.1133C.
2 que no pacta ἡ πρὸς τὸν βίον ἡμῶν ἀ. τύχη Plb.29.21.5.
III adv. -ως sin composición, separadamente ἀ. ἔχειν Leont.H.Nest.M.86.1481A, cf. Gr.Naz.M.36.88B
gram. sin formar composición c. el verbo Gramm.Pap.1.39, cf. Eust.17.7.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of συντίθεμαι; properly, not agreed, i.e. treacherous to compacts: covenant-breaker.

English (Thayer)

ἀσυνθετον,
1. uncompounded, simple (Plato, Aristotle, others.).
2. (συντίθεμαι to covenant), covenant-breaking, faithless: Demosthenes de falsa leg., p. 383,6; cf. Pape and Passow under the word; ἀσυνθέτειν to be faithless (ἀσυνθεσία transgression, Ald., Complutensian; 2Esdr. 9:2,4; ἐυσυνθέτειν to keep faith; (cf. Trench, § lii.)).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνθετος, -ον, Α και ἀξύνθ-) συντίθημι
ο μη σύνθετος, ο απλός
νεοελλ.
1. εκείνος του οποίου δεν έχουν συντεθεί τα μέλη ώστε ν' αποτελέσει ολότητα
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να συντεθεί με άλλον
3. εκείνος που δεν έχει στοιχειοθετηθεί
αρχ.-μσν.
1. όποιος δεν περιορίζεται από καμιά συνθήκη, ο αδίστακτος
2. αβέβαιος, ασταθής.

Greek Monotonic

ἀσύνθετος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύνθετος, -ον·
I. (συντίθημι) μη σύνθετος, απλός, σε Πλάτ.
II. (συντίθεμαι) αυτός που δεν περιορίζεται από καμιά συνθήκη, ατίθασος, ανέντιμος, σε Δημ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνθετος: староатт. ἀξύνθετος
1) не составной, несложный, простой Plat., Arst.;
2) ненадежный, вероломный (ὄχλος Dem.).

Middle Liddell

συντίθημι
I. uncompounded, Plat.
II. (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, Dem., NTest.

Chinese

原文音譯:¢sÚnqetoj 阿-尋-帖拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-共同-安置的 相當於: (מְשׁוּבָה‎)
字義溯源:不同意,無信心,背約的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(συνεπιτίθημι / συντίθημι)=共同安排,約定)組成;其中 (συνεπιτίθημι / συντίθημι)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 背約的(1) 羅1:31