ἐπιδίζημαι

Revision as of 10:05, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</orth></form>" to "")

English (LSJ)

A inquire besides, go on to inquire, Hdt.1.95. 2. seek for or demand besides, Id.5.106: so ἐπιδίζομαι Mosch.2.28.

German (Pape)

[Seite 938] (s. δίζημαι), noch dazu suchen, forschen, verlangen, Her. 1, 95. 5, 106.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 rechercher en outre;
2 demander en outre.
Étymologie: ἐπί, δίζημαι.

Greek Monolingual

ἐπιδίζημαι (Α)
1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τον τε Κῡρον», Ηρόδ.)
2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»].

Greek Monotonic

ἐπιδίζημαι: αποθ.,
1. ερευνώ επιπλέον, προχωρώ παραπέρα στην εξερεύνηση, σε Ηρόδ.·
2. ψάχνω για κάτι ή αιτούμαι επιπλέον, στον ίδ.· ομοίως και, ἐπιδίζομαι, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδίζημαι:
1) рассматривать (вопрос), исследовать: ἐπιδίζηται τὸ ἐνθεῦτεν ἡμῖνλόγος τὸν Κῦρον Her. отныне речь у нас пойдет о Кире;
2) требовать (еще): τί δ᾽ ἂν ἐπιδιζήμενος ποιέοιμι ταῦτα; Her. с какой целью я стал бы это делать?

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">ἐπιδίζομαι
Dep.
1. to inquire besides, to go on to inquire, Hdt.
2. to seek for or demand besides, Hdt.; so, ἐπιδίζομαι, Mosch.