σκῶλος

Revision as of 22:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ὁ,= σκόλοψ, A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P. 2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23. 3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκῶλος -ου, ὁ [~ σκόλοψ?] puntige paal. uitbr. doorn, stekel.

Russian (Dvoretsky)

σκῶλος:
1) кол Hom.;
2) шип, колючка Arph.

English (Autenrieth)

pointed stake, Il. 13.564†.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι
2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)
3. συμφορά, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισι
δρεπάνοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].
(III)
τὸ, Α
(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.

Greek Monotonic

σκῶλος: ὁ, όπως το σκόλοψ, πάσσαλος που έχει αιχμηρή απόληξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pointed pole ( Ν 564), thorn, prickle (Ar. a. o.);
Other forms: Also σκῶλον, pl. id. (EM, H.), metaph. stumbling block, hindrance, σκάνδαλον with -όομαι be offended (LXX; Aq., Al.).
Compounds: σκωλο-βατίζω to walk on stilts (Epich.), -βάτης kind of weevil (H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can be identcial with Alb. hell piercer, awl, helle (prop. pl.) broach, spear, lance (IE *skōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Beside it the s-less Lith. kuõlas pole; further s. σκάλλω, alo κλάω. Cf. also σκόλοψ.

Middle Liddell

σκῶλος, ὁ,
like σκόλοψ, a pointed stake, Il.

Frisk Etymology German

σκῶλος: {skō̃los}
Forms: Auch σκῶλον, pl. -α ib. (EM, H.), übertr. Anstoß, σκάνδαλον mit -όομαι Anstoß nehmen (LXX; Aq., Al.).
Grammar: m.
Meaning: Spitzpfahl ( Ν 564), Dorn, Stachel (Ar. u. a.);
Composita: σκωλοβατίζω auf Stelzen gehen (Epich.), -βάτης Art Rüsselkäfer (H.).
Etymology: Kann mit alb. hell Pfriem, Ahle, helle (eig. pl.) Bratspieß, Spieß, Lanze uridentisch sein (idg. *sqōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Daneben steht das slose lit. kuõlas Pfahl; des weiteren s. σκάλλω, auch κλάω. Vgl. noch σκόλοψ.
Page 2,745-746