δεσπόζω

Revision as of 18:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

English (LSJ)

mostly pres. and impf.: fut. A δεσπόσω A.Pr.210, al., Ep. -όσσω h.Cer.365: aor. inf. δεσπόσαι E.Alc.486: 1 abs., to be lord or be master, gain the mastery, πρὸς βίαν δ. A.Pr.210; ἄρχειν καὶ δ. Pl.Phd.80a, al.: as law-term, to be the legal proprietor, opp. κρατεῖν, PTheb.Bank1.15, cf. BGU1187.9 (i B. C.), PLond.3.977.32 (iv A. D.). b Astrol., of planets, to be dominant in a nativity, Vett. Val.72.5. 2 c. gen., to be lord or be master of, h.Cer.365, Hdt.3.142, etc.; Ζηνὸς (or Διὸς) δεσπόσαι A.Pr.930; δεσπόζοντ' ἐμοῦ E. Supp.518; δ. τινός, opp. δουλεύειν ἄλλῳ, Pl.R.576a; δεσπόζειν φόβης own it, A.Ch.188; make oneself master of, λέκτροις ὧν ἐδέσποζον E.Andr.928: metaph., τοῦδε δ. λόγου A.Ag.543. 3 c. acc., lord it over, δ. πόλιν E.HF28:—Pass., δεσπόζονται Hp.Aër.16; δεσποζόμεναι πόλεις Pl.Lg.712e; δ. ὑπό τινος D.S.18.60; πρός τινος Ph.1.337.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. fut. δεσπόσσεις h.Cer.365]
1 ser dueño, dominar c. gen. de animado δεσπόσσεις πάντων ὁπόσα ζώει τε καὶ ἕρπει h.Cer.l.c., δεσπόσειν Ζηνός τινα A.Pr.930, οὐκ οἶδ' ἐγὼ Κρέοντα δεσπόζοντ' ἐμοῦ no sé yo que Creonte sea mi dueño E.Supp.518, ἔνιοι δὲ πολίων μὲν δεσπόζουσι, γυναξὶ δὲ δουλεύουσιν Democr.B 214, οἶκος ἄλλος Ἑβραίων οὐκ ἂν δεσπόσειε I.AI 7.385, ὧν αὐτῷ δεσπόζειν οὐδὲν προσῆκεν Plu.Cat.Mi.66, unido a ὑπερισχύω y a κυριεύω LXX 1Es.4.3, c. compl. impl. τοῖς δεσπόζουσιν ὑπηρετοῦντες Plot.4.4.34, cf. Hld.5.11.4, c. gen. de cosa o abstr. θρόνων S.Tr.363, cf. E.Andr.928, τῆσδε δεσπόζειν φόβης ser dueño de este mechón A.Ch.188, cf. Hld.5.19.2, δεσπόζειν κοινοῦ κτήματος enseñorearse de una propiedad común (designando así a Hermes), Luc.Cat.2, ὁ πάντων δεσπόζων Pamph.Mon.Soter.171, abs. πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, πᾶν τὸ δεσπόζον μισῆσαι D.C.52.8.5, unido a ἄρχειν y op. δουλεύειν Pl.Phd.80a, Arist.Pol.1252a32
astrol. dominar, estar en posición dominante οἱ ἀστέρες ... τῶν χρόνων δεσπόζοντες Vett.Val.36.13
jur. tener la posesión de, ser propietario legal ὁ δεσπόζων el propietario τῆς κτήσεως SB 4512.80, cf. 49 (II a.C.), PTor.Choachiti 12.8.26 (II a.C.), κυριεύειν καὶ δ. ὧν ἕκαστος κεκλήρωται PMich.186.23 (I d.C.), cf. PTeb.383.35 (I d.C.), αὐτῆς (τῆς δούλης) POsl.40.12 (II d.C.), abs. κρατεῖν καὶ κυριεύειν καὶ δ. SB 4370.32 (III d.C.), cf. BGU 1187.9 (I a.C.), PMich.583.17 (I d.C.)
fig. de palabras dominar, comprender διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου A.A.543, εἰ (ὁ λογισμός) λήθης καὶ ἀγνοίας οὐ δεσπόζει LXX 4Ma.1.5.
2 gobernar despóticamente c. gen. δεσπόζων ἀνδρῶν de Polícrates de Samos, Hdt.3.142, δεσπόζειν ... τῶν δεσποστῶν gobernar con despotismo a los que son proclives a dejarse someter Arist.Pol.1324b38
tb. c. ac. δεσπόζειν πόλιν E.HF 28
en v. pas. estar sometido a un amo οἱ ἄνθρωποι μηδὲ αὐτόνομοι, ἀλλὰ δεσπόζονται Hp.Aër.16, δεσποζόμεναι πόλεις Pl.Lg.712e, μηδένα ... καρτερήσειν δεσποζόμενον ὑπὸ τῶν ὀφειλόντων ἑτέροις ὑποτάττεσθαι que nadie soportaría estar sometido a quienes deberían estar subordinados a otro D.S.18.60, cf. Cyr.Al.Io.17.4, τῶν κατὰ τὸ ἐξαίρετον οἰκειώσεως λόγον δεσποζομένων πρὸς αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) de los que, por un extraordinario afecto, están sometidos a él (el dios) Ph.1.337.
3 dirigir, administrar c. gen. τῶν ἰδίων la propia hacienda, I.AI 14.317, κτημάτων καὶ θεμελίων Vett.Val.41.20.

German (Pape)

[Seite 551] als unumschränkter Herr gebieten, τινός H. h. Cer. 366; Aesch. Prom. 930; θρόνων Soph. Tr. 362; Prosa, Her. 3, 142; Plat. Legg. IV, 713 d u. Folgde, wie Pol. 1, 10; oft absolut, ἄρχειν καὶ δεσπόζειν Plat. Phaed. 80 a; bes. vom Hausherrn, Poll. 3, 73; Gegensatz δουλεύειν Plat. Rep. IX, 576 a; seltener τί, πόλιν Eur. Herc. fur. 28; pass., sich beberrschen lassen, gehorchen, πόλεις δεσποζόμεναι καὶ δουλεύουσαι Plat. Legg IV, 713 a; ὑπό τινος D. Sic. 18, 60; – einer Sache Herr werden, ἵππων Eur. Alc. 486; λόγου, die Rede verstehen, Aesch. Ag. 543.

French (Bailly abrégé)

f. δεσπόσω, ao. ἐδέσποσα, pf. inus.
1 être le maître;
2 devenir maître de, se rendre maître de, gén. ; fig. δ. λόγου ESCHL se rendre maître de ce que qqn dit, comprendre le langage de qqn.
Étymologie: δεσπότης.

Greek Monolingual

(AM δεσπόζω)
1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω
2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου
νεοελλ.
1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος
(«αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες»)
2. (για τόπους) βρίσκομαι ψηλότερα («το φρούριο δεσπόζει της πόλεως»)
3. φρ. «δεσπόζων τόνος ή φθόγγος» — ο βασικός τόνος γύρω από τον οποίο στρέφεται μια μελωδία
αρχ.-μσν.
είμαι ο νόμιμος κύριος, ιδιοκτήτης
νεοελλ.
(μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) η δεσπόζουσα
1. σε ένα τροπικό ή τονικό σύστημα, ο περισσότερο ενδιαφέρων ήχος στο οικοδόμημα της κλίμακας μετά την τονική γύρω από την οποία διαρθρώνεται η μελωδία πριν μεταπέσει στην τελική, δηλ. τονική
2. φρ. «εβδόμη της δεσπόζουσας» — μείζων συγχορδία με μικρή εβδόμη πάνω από την πέμπτη βαθμίδα μιας κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεσπότης, αναλογικά προς τα ρήματα σε -(ο)ζω (πρβλ. αρμόζω, πελάζω κ.ά.) Ερμηνεύεται και από αρχικό θ. δεσποδ- < δεσπότ-].

Greek Monotonic

δεσπόζω: μέλ. -όσω, απαρ. αόρ. αʹ δεσπόσαι·
1. απόλ., είμαι κυρίαρχος, άρχοντας ή αφέντης, κερδίζω την αρχηγία, υπερέχω, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. με γεν., είμαι κύριος ή αφέντης κάποιου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.· δεσπόζειν φόβης, είμαι κύριος, σε Αισχύλ.· μεταφ., κατέχω το θέμα σε βάθος, δ. λόγου, στον ίδ.
3. με αιτ., εξασκώ εξουσία πάνω σε κάτι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσπόζω [δεσπότης] aor. ἐδέσποσα; fut. δεσπόσω, heer, meester zijn (van), heersen (over); met gen.:; προσδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα; moeten we verwachten dat iemand meester zal zijn van Zeus? Aeschl. PV 930; met acc.:; τὴν ἑπτάπυργον τήνδε δεσπόζων πόλιν heersend over deze stad met zeven torens Eur. HF 28; overdr., met gen.:; διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου als het mij wordt uitgelegd zal ik deze uitspraak meester zijn (d.w.z. zal ik haar begrijpen) Aeschl. Ag. 543; pass. overheerst worden, onderworpen zijn.

Russian (Dvoretsky)

δεσπόζω:
1) (неограниченно), господствовать, властвовать, повелевать (πρὸς βίαν Aesch.; ἄρχειν καὶ δ. Plat.): δ. τινός HH, Trag., Her., Arst., Plut. и δ. τι Eur. господствовать над кем(чем)-л.; владеть кем(чем)-л.;
2) pass. находиться под неограниченной властью, быть в полном подчинении, быть порабощенным (ὑπό τινος Diod.; πόλεις δεσποζόμεναι καὶ δουλεύουσαι Plat.);
3) досл. овладевать перен. постигать: διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου Aesch. будучи вразумлен, я пойму эту речь, т. е. объяснись точнее.

Middle Liddell


1. absol. to be lord or master, gain the mastery, Aesch., Plat.
2. c. gen. to be lord or master of, Hhymn., Hdt., etc.; δεσπόζειν φόβης to own the lock of hair, Aesch.; metaph. to master, δ. λόγου Aesch.
3. c. acc. to lord it over, Eur.