συνεφάπτομαι
English (LSJ)
Ion. συνεπ-: 1 c. gen. rei, lay hold of jointly, ξίφους τινί Plu.Brut.52; so without gen., συνεφάπτεσθαι . . ταῖς χερσὶ (with the hands) καὶ αὐτόν Gal.10.430: metaph., put hand to along with another, take part, Pi.O.10(11).97; οὐκ ἔφη . . γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς ὥσπερ συνεφαπτομένους τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν said he did not acknowledge those allies who as it were lay hands along with the offerers of libations upon the victims, i.e. who wish to share the profits, without the expenses and dangers of the war, Aeschin.2.84; σ. τῆς στρατείας Plu.Tim.8, Luc.Am.6; τῆς διακονίας Plu.Phil.2; τοῦ φόνου Id.Brut.17; τῆς δημιουργίας τῷ θεῷ Jul.Or.4.150b; to be connected with, [τοῦτο] σ. ἑτέρου γένους νοσήματος Gal.10.233; of a muscle, -όμενος καὶ τοῦ πήχεως Id.18(2).986. 2 c. gen. pers., join one in attacking, Hdt.7.158.
French (Bailly abrégé)
1 mettre ensemble la main à ; prendre part ensemble à, entreprendre ensemble, gén.;
2 attaquer ensemble, gén..
Étymologie: σύν, ἐφάπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεφάπτομαι [σύν, ἐφάπτω] samen (met...) vastpakken, met gen. en dat. iets met iem.. Plut. Brut. 52.2. overdr. helpen aan te pakken, mede ondernemen, deelnemen aan, met gen.: στρατοῦ σ. helpen een leger aan te pakken (d.w.z. ertegen te vechten) Hdt. 7.158.2; σ. τῆς στρατείας deelnemen aan de veldtocht Plut. Tim. 8.7.
Russian (Dvoretsky)
συνεφάπτομαι: ион. συνεπάπτομαι
1 досл. вместе или одновременно прикасаться, перен. иметь отношение, принимать участие, приобщаться (τινος Pind.): Ἀπελλοῦ συνεφαψαμένου τῆς γραφῆς Plut. так как Апеллес участвовал в работе над этой картиной; συνεφάψασθαι τῆς στρατείας Luc. принять участие в походе;
2 вместе нападать: συνεπάψασθαί τινί τινος Her. сообща с кем-л. совершить нападение на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνεφάπτομαι: Ἰων. συνεπ-· μέλλ. -άψομαι· ἀποθ.
1) μετὰ γεν. πράγμ., ἐφάπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τινος Πλουτ. Βροῦτ. 52· ἐπιθέτω τὴν χεῖρά μου εἴς τι ὁμοῦ μετά τινος, λαμβάνω μέρος εἴς τι, ἔργου Πινδ. Ο. 10 (11). 117· οὐδὲ γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς συνεφαπτομένους, ὥσπερ ἐν τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν, οὐδὲ γινώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς λαμβάνοντας μέρος [εἰς τὸν πόλεμον], ὡς γίνεται ἐν τῇ περιστάσει τῶν προσφερόντων σπονδάς, Αἰσχίν. 39. 17· οὕτω, σ. τῆς στρατείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. τῆς διακονίας, τοῦ φόνου, κτλ., Πλούτ., κλπ. 2) μετὰ γενικ. προσ., λαμβάνω μέρος μετά τινος εἰς ἐπίθεσιν, Ἡρόδ. 7. 158.
English (Slater)
συνεφάπτομαι join in laying hold ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον (sc. ἔργου: join with a will in the effort ) (O. 10.97)
Greek Monolingual
ΝΑ, και ιων. τ. συνεπάπτομαι Α ἐφάπτομαι
νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. συνεφαπτομένη
αρχ.
1. αγγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῦ ξίφους», Πλούτ.)
2. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου μαζί με άλλον
3. (για πράγμ.) συνάπτομαι με κάτι άλλο
4. μτφ. συμμετέχω σε έργο ή σε ενέργεια, συνεργώ, συμπράττω («τοῦ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
συνεφάπτομαι: Ιων. συνεπ-, μέλ. -άψομαι, αποθ.·
1. με γεν. πράγμ., συμμετέχω σε κάτι, ἔργου, σε Πίνδ.· τοὺς συνεφαπτομένους, εκείνοι που συμμετέχουν (στον πόλεμο), σε Αισχίν.
2. με γεν. προσ., λαμβάνω μέρος σε επίθεση μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic συνεπ fut. -άψομαι
Dep.:
1. c. gen. rei, to take part in, ἔργου Pind.; τοὺς συνεφαπτομένους those who take part in [the war], Aeschin.
2. c. gen. pers. to join one in attacking, Hdt.
German (Pape)
ion. συνεπάπτομαι, mit oder zugleich anfassen, Hand anlegen, beistehen; σπουδᾷ, Pind. Ol. 11.97; zugleich mit Einem den Feind angreifen, τινί τινος, Her. 7.158; τῆς στρατείας, τοῦ πολέμου, Plut. Timol. 8, Aem. 13; auch in der Rede, conj.praec. A.; und öfter Luc., z.B. amor. 6.