διαπτύσσω

Revision as of 10:46, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

English (LSJ)

Att. διαπτύττω, A open and spread out, unfold, disclose: metaph., διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant.709, cf.E.Hipp.985, Pl.Lg.858e (Pass.); σύμβολα Iamb.Protr. 21; λόγῳ δ. Moschio Trag.6. 2 split open, κράνος D.S.17.20; open up, τὸ ἐπιγάστριον Gal.2.520. II fold one with another, intertwine, Arist.GA720b17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
A tr.
I 1desplegar, abrir en dos mitades un pez διαπτύξας θ' ὅλον Alex.138.4
abrir con la espada τὸ κράνος διαπτύξαι D.S.17.20, λοίγιον ἀνθερεῶνα διαπτύξας habiendo abierto su funesto gaznate Nonn.D.28.271, cf. 2.286
en v. pas. ser abierto διαπτυχθῆναι τὸ ἐπιγάστριον en la disección anatómica, Gal.2.520
fig. τὸ ... πρᾶγμα, ... εἴ τις διαπτύξειεν οὐ καλὸν τόδε el hecho si se examinara a fondo, no sería hermoso E.Hipp.985, cf. Pl.Lg.858e, ὑπ' αὐγὰς διαπτύξαι τὸν ἔρωτα desplegar el amor bajo los rayos del sol, e.e., sacarlo a la luz, Plu.2.623c, en v. pas. de pers. διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί si se los abre (como un díptico) se los ve vacíos S.Ant.709.
2 fig. explicar διαπτύξω λόγῳ ἀρχὴν βροτείου ... βίου Moschio Trag.6.1, τὰ σύμβολα Iambl.Protr.21, (τὰς ἱερὰς βίβλους) διαπτύσσοντες Ph.1.675.
II plegar uno con otro, entrelazar τὰς πλεκτάνας Arist.GA 720b17
fig. en v. pas. ἐπειδὴ ... ἡ τοῦ λόγου νόησις ἥ τε φράσις τὰ πλείω δι' ἑκατέρου διέπτυκται ya que la mayoría de las veces el pensamiento y el lenguaje de un discurso están entrelazados uno al otro Longin.30.1.
B intr. en v. med.-pas. abrirse del todo de una flor μεσημβρίας δὲ τελέως διεπτύχθαι Thphr.HP 4.7.8.

German (Pape)

[Seite 598] att. -πτύττω, 1) entfalten; διαπτυχθέντες ὤφθησαν κακοί Soph. Ant. 705, Schol. ἀνακαλυφθέντες: vgl. Eur. Hipp. 985; Sp.; dah. bei Theophr. συμμεμυκός u. διεπτυγμένον entgegstzt; übertr., eröffnen, erklären, Plat. Legg. IX, 858 e u. Sp. – 2) durcheinander wickeln, τὰς πλεκτάνας, Arist. gen. anim. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

f. διαπτύξω, etc.
déployer, mettre au grand jour.
Étymologie: διά, πτύσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαπτύσσω: атт. διαπτύττω
1 рассекать, разрубать (τὸ κράνος Diod.);
2 разворачивать, развертывать (τὰ περὶ τοὺς νόμους γεγραμμένα διαπτυττόμενα Plat.);
3 раскрывать, обнаруживать (τὸ πρᾶγμα Eur.; τὸν ἔρωτα Plut.): διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί Soph. будучи разоблачены, (лжемудрецы) оказались бессодержательными;
4 складывать, сворачивать (τὰ μαλάκια διαπτύττοντα τὰς πλεκτάνας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπτύσσω: Ἀττ. –ττω, μέλλ. –ξω, ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, ἀναπτύσσω, ἀποκαλύπτω, Σοφ. Ἀντ. 709, Εὐρ. Ἱππ. 985· ἑρμηνεύω, ἐξηγοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 858Ε· λόγῳ δ. Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 240. ΙΙ. συμπτύσσω τι μεθ’ ἑτέρου, συμπλέκω, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 15, 1.

Greek Monolingual

διαπτύσσω (Α) πτύσσω
1. αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, ανοίγω
2. συμπτύσσω, μαζεύω πάλι, διπλώνω, τυλίγω, συμπλέκω κάτι με άλλο
3. ερμηνεύω, διασαφηνίζω
4. σπάζω, διαρρηγνύω.

Greek Monotonic

διαπτύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανοίγω και ξεδιπλώνω, αναπτύσσω, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to open and spread out, to unfold, disclose, Soph., Eur.