διερμηνεύω
English (LSJ)
interpret, expound, Plb.3.22.3, Epicur.Nat.1431.17, Phld.Rh.1.84S., 1 Ep.Cor. 14.27; translate, Aristeas 15:—Pass., LXX 2 Ma.1.36, PTaur.1v4, Ph.1.226.
Spanish (DGE)
I en v. act. y med.
1 traducir (συνθῆκαι) ἃς καθ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἀκριβέστατα διερμηνεύσαντες ἡμεῖς ὑπογεγράφαμεν Plb.3.22.3, cf. Aristeas 15, Plu.2.355a, en v. pas. νεφθαρ ὃ διερμηνεύεται καθαρισμός ‘neftar’ lo que es traducido por ‘purificación’ LXX 2Ma.1.36, cf. Act.Ap.9.36, ἀντίγραφα συγγραφῶν Αἰγυπτίων, διερμηνευμένων δ' ἑλληνιστί PTor.Choachiti 12.5.4 (II a.C.), ἐξαγωγὴ ἐπῳδῶν ... Αἰγυπτίοις γράμμασιν καὶ διερμηνευθέντων (sic) Ἑλληνικοῖς Suppl.Mag.72.4, Ἐμμανουὴλ τὸ διερμεν<ε>υόμενον ‘μεθ' ἡμῶν ὁ θεός’ IGLS 1406.
2 explicar, interpretar en escritos místicos o proféticos τὸν νόμον Ph.2.139, τὰ περὶ αὐτοῦ Eu.Luc.24.27, abs. 1Ep.Cor.12.30, 14.5, 13, 27, Vett.Val.317.2, cf. c. cont. dud. Epicur.Fr.[36.25] 6, PPetr.2.17.2.6 (III a.C.) en BL 1.357,
•en v. med. mismo sent., Ph.1.226, Act.Ap.18.6 (var.).
3 expresar de palabra διερμηνεύειν αὐτολεξεί Ph.2.597.
II sólo en v. med. revelarse de Dios τοῖς ἁγίοις Serap.Euch.13.4.
French (Bailly abrégé)
interpréter, expliquer;
NT: traduire.
Étymologie: διά, ἑρμηνεύω.
Russian (Dvoretsky)
διερμηνεύω: истолковывать, объяснять (τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διερμηνεύω: ἑρμηνεύω, ἐξηγοῦμαι, Ἑβδ. (2 Μακκ. α', 36), Φίλων Ι. 226, Ν. Δ., κτλ.· - ῥημ. ἐπίθ. -τέον, Φίλων Ι. 81.
English (Strong)
from διά and ἑρμηνεύω; to explain thoroughly, by implication, to translate: expound, interpret(-ation).
English (Thayer)
imperfect διηρμηνευον and (without augment cf. Buttmann, 34 (30)) διερμηνευον (L Tr marginal reading); 1st aorist (also without augment; so all early manuscripts Hort) διερμήνευσα (Luke, the passage cited T Tr text WH); (present passive διερμηνεύομαι); to interpret (διά intensifying by marking transition (cf. German verdeutlichen); Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 10f);
1. to unfold the meaning of what is said, explain, expound: τί, to translate into one's native language: Polybius 3,22, 3, and several times in Philo (cf. Siegfried, Glossar. Phil. under the word)).
Greek Monolingual
(AM διερμηνεύω) ερμηνεύω
1. εξηγώ κάτι σ' όλη του την έκταση, διασαφηνίζω
2. μεταφράζω
νεοελλ.
1. ασκώ το έργο του διερμηνέα
2. εκφράζω, μιλώ στο όνομα άλλων
μσν.
1. (για διήγηση) εκθέτω, διηγούμαι
2. περιγράφω
3. καθοδηγώ, συμβουλεύω.
4. προορίζω.
Greek Monotonic
διερμηνεύω: μέλ. -σω, ερμηνεύω, εξηγώ, αποκωδικοποιώ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:diermhneÚw 笛-誒而姆扭哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:通過-解釋
字義溯源:(徹底的)講解,繙譯,解釋,譯為,繙,繙方言;由(διά)*=通過)與(ἑρμηνεύω)=解釋)組成;其中 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
同源字:1) (διερμηνεύω)徹底的講解 2) (ἑρμηνεύω)解釋,繙出來參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(6);路(1);徒(1);林前(4)
譯字彙編:
1) 繙出來(2) 林前14:5; 林前14:27;
2) 能繙譯出來(1) 林前14:13;
3) 繙方言的(1) 林前12:30;
4) 譯為(1) 徒9:36;
5) 講解了(1) 路24:27