σεμνολογία

Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H.Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογία:торжественная речь, велеречие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλίαἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.

Translations