νοσώδης

Revision as of 07:26, 30 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>Charm</i>" to "<i>Charm</i>")

English (LSJ)

νοσῶδες,
A sickly, ailing, Hp.Aph.7.67 (Comp.); τὰ ν., opp. τὰ ὑγιεινά, Pl.R. 438e; of persons, ib.406a; ν. σῶμα, βίος, ib.556e, Lg. 734d; τὸ ν. sickly condition, Plu.2.662f.
II Act., unwholesome, pestilential, ἠήρ Hp.Aër.6; θέρος Arist.Pr.859b22; χωρίον Isoc.19.22; τόποι Arist.Top.115b20; of plants, Thphr. HP 7.9.4; τὸ ν. Pl. Cri.47d: metaph., baneful, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν E.Supp.423; δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς Id.Or.480. Adv. νοσωδῶς Gal.9.393, 408: correctly used only in Comp. acc. to Poll.3.105.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 malade, maladif;
2 malsain ; fig. funeste à, τινι.
Étymologie: νόσος, -ωδης.

German (Pape)

ες, krankhaft, kränklich; γενόμενος, Plat. Rep. III.406a; [[Gegensatz]] von ὑγιεινός, IV.438e, Charm. 170e, öfter; Sp., wie Plut. Lyc. 16; – auch act., ungesund, krank machend, τὰ νοσώδη νόσον ἐμποιεῖ, Plat. Rep. IV.444c; Plut. Lyc. 4; χωρίον, Isocr. 19.22.
übertragen, fehlerhaft, verderbt, Plat. Rep. III.408b.

Russian (Dvoretsky)

νοσώδης:
1 плохого здоровья, болезненный (σῶμα Plat.; φύσει Plut.);
2 вредный для здоровья, нездоровый (χωρίον Isocr.);
3 губительный (ἀστραπαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν νοσηρᾷ καταστάσει, ἀντίθετ. τῷ ὑγιεινός, Ἱππ. Ἀφ. 1261, Πλάτ., κτλ.· ν, σῶμα, βίος Πλάτ. Πολ. 556Ε, Νόμ. 734D· τὸ ν., νοσηρὰ κατάστασις, Πλούτ. 2. 662F· - καθόλου, νοσηρός, ἐφθαρμένος, Πλάτ. Πολ. 408Β, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., οὐχὶ ὑγιεινός, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, ὡς τὸ νοσηρός, ἀήρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8, 1· - μεταφορ., νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 423· δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480. Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. «τὸ γὰρ νοσοδῶς ἔχει τινὰ πρὸς τὴν ἀκοὴν δυσχέρειαν» Γ΄, 105.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νοσώδης, -ῶδες) νόσος
1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος
2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῖαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις», Θεόφρ.)
3. αυτός που προκαλεί συμφορές, ολέθριος, καταστρεπτικόςδράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς»
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νοσώδες
ομοιοπαθητικό φάρμακο που παρασκευάζεται από παθολογικά προϊόντα του οργανισμού σε μεγάλη αραίωση και χρησιμοποιείται στη θεραπεία τών αντίστοιχων νόσων
αρχ.
1. μτφ. φαύλος, διεφθαρμένος («νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοσώδες
νοσηρή κατάσταση («κατηγορεῖ... ή βραχύτης τοῦ βίου τὸ ἐπίκηρον καὶ νοσῶδες», Πλούτ.).
επίρρ...
νοσωδῶς και νοσώδως (Α)
με νοσώδη τρόπο.

Greek Monotonic

νοσώδης: -ες (εἶδος
I. αρρωστημένος, ασθενικός, πονεμένος, αυτός που βρίσκεται σε νοσηρή κατάσταση, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. Ενεργ., όχι υγιεινός, λοιμώδης, επιβλαβής, ολέθριος, σε Ευρ.

Middle Liddell

νοσ-ώδης, ες εἶδος
I. sickly, diseased, ailing, Plat., etc.
II. act. pestilential, baneful, Eur.

English (Woodhouse)

diseased, harmful, ill, insalubrious, pestilential, poisonous, sick, unwell, disposed

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό νόσος + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη νόσος.