λίγδην

Revision as of 11:18, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv., (v. λίζω) grazing, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην Od.22.278; v. ἐπιλίγδην.

German (Pape)

[Seite 43] die Oberfläche streifend, ritzend, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od. 22, 278, Schol. ἀκροθιγῶς.

French (Bailly abrégé)

adv.
en effleurant.
Étymologie: λίζω.

Russian (Dvoretsky)

λίγδην: adv. слегка задев, оцарапав Hom.

Greek (Liddell-Scott)

λίγδην: ἐπίρρ. (ἴδε λίζω) ἀκροθιγῶς, ὅσον ἐπιψαῦσαι τῆς ἐπιφανείας, Λατ. strictim, βάλε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ λίγδην Ὀδ. Χ. 278· ἴδε ἐπιλίγδην.

English (Autenrieth)

adv., grazing; βάλλειν χεῖρα, Od. 22.278†.

Greek Monolingual

λίγδην (Α)
επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)lig- της ΙΕ ρίζας (s)leig- «σιχαμένος, γλιστρώ» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «τρίβω, γλιστρώ» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. fosligim «επαλείφω», αρχ. άνω γερμ. slīhhan «γλιστρώ», αρχ. ιρλδ. slige «χτένι», ρωσ. slizkij «ολισθηρός», λατ. lima «λίμα»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. λίγω, το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους].

Greek Monotonic

λίγδην: επίρρ., ακροθιγώς, ίσα που έξυσε την επιφάνεια, Λατ. strictim, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: superficially touching, grazing (χ 278), ἐπιλίγδην id. (P 599), cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 141.
Derivatives: λίγδος m. mortar (Nic., also S. Fr. 35?), earthenware form, funnel, clay mould v. t. (Poll., Ael. Dion., H.), lye (Eust.), λίγδα ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία H. - Denomin. verb λιγδεύει ἀπηθεῖ H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: With λίγδα cf. ἄρδα, ἔπιβδα and Solmsen Wortforsch. 269. The suffixal agreement between the adv. λίγ-δην and the subst. λίγ-δος, -δα is not accidental (cf. Chantraine Form. 360); priority is of the adverb. Note further the phonetic similarity between λίγδος, of which the semantic connection with λίγδην is not immediately clear ("Reibstein [rubbing stone]" Prellwitz), and the synonymous ἴγδις, s. v. - As basis Eust. 1926, 37 assumes a further unattested verb λίζω (formed ad hoc? ("ὡς ἀπὸ τοῦ λίζειν, λέξεως ὠνοματοπεποιημένης"); from Celtic and Germanic a verb is adduced with the original meaning smear, glide etc.: OIr. (fo)sligim smear, also beat (from *'brush'), OHG slīhhan schlei-chen' (= go gliding); further several nouns, e.g. OIr. slige comb, OWNo. slīkr smooth, slīkisteinn rubbing stone; also from Slavic, e.g. Russ. slízkij slippery, slimy. - More forms in WP. 2, 390f., Pok. 663f., W.-Hofmann s. līma, Vasmer Wb. 2, 661. Cf. λισσός.

Middle Liddell

just scraping, grazing, Lat. strictim, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

λίγδην: {lígdēn}
Meaning: oberflächlich berührend, streifend (χ 278), ἐπιλίγδην ib. (P 599), vgl. Haas Μνήμης χάριν 1, 141.
Derivative: Daneben λίγδος m. Mörser (Nik., auch S. Fr. 35?), ‘tönerne Form, Trichter, Schmelztiegel o. ä.’ (Poll., Ael. Dion., H.), Lauge (Eust.), λίγδα· ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία H. — Denominatives Verb λιγδεύει· ἀπηθεῖ H.
Etymology: Zu λίγδα vgl. ἄρδα, ἔπιβδα und Solmsen Wortforsch. 269. Die suffixale Übereinstimmung zwischen dem Adv. λίγδην und den Subst. λίγδος, -δα ist nicht zufällig (vgl. Chantraine Form. 360); dabei kommt die Priorität dem Adverb zu. Zu beachten noch die lautliche Ähnlichkeit zwischen λίγδος, dessen semantische Verbindung mit λίγδην nicht unmittelbar verständlich ist ("Reibstein" Prellwitz), und dem synonymen ἴγδις, s. d. — Als Grundwort wird von Eust. 1926, 37 ein sonst unbelegtes Verb λίζω (ad hoc gebildet? ("ὡς ἀπὸ τοῦ λίζειν, λέξεως ὠνοματοπεποιημένης") angesetzt; aus dem Keltischen und Germanischen wird ein Verb der urspr. Bed. bestreichen, gleiten angeführt: air. (fo-)sligim beschmieren, auch schlagen (aus *’streichen’), ahd. slīhhanschleichen’ (= gleitend gehen); dazu mehrere Nomina, z.B. air. slige Kamm, awno. slīkr glatt, slīkisteinn Schleifstein; auch aus dem Slavischen, z.B. russ. slízkij schlüpfrig, schleimig. — Weitere Formen mit Wurzelanalyse und reicher Lit. bei WP. 2, 390f., Pok. 663f., W.-Hofmann s. līma, Vasmer Wb. 2, 661. Vgl. λισσός.
Page 2,121