εἰσιτήριος

Revision as of 10:47, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εἰσιτήριον, (εἴσειμι) belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, D.19.190; εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι Id.21.114, cf. SIG 695.25 (Magn. Mae., ii B.C.), D.C.45.17; εἰσιτήριοι θυσίαι Hld.7.2: sg., εἰσιτήριον, τό, entrance-deposit, PRyl.77.37 (ii A.D., ἰσητ-Pap.):—Att. Inscrr. have εἰσιτητήρια, IG22.17, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐσ- D.C.45.17.9, 73.14.4, 102.12
• Grafía: graf. ἰσιτ- Didyma 314.10 (II d.C.), ἰσητ- PRyl.77.37 (II d.C.)
I de entrada, inicial, inaugural θυσίαι al aceptar un cargo, Hld.7.2.2, λόγος Sud.
II subst. τὸ εἰ., τὰ εἰσιτήρια
1 sacrificio inaugural al comienzo del año y en la aceptación de cargos IM 100b.27 (II a.C.), ποιήσασα τὸ ἰσιτήριον πᾶσιν ἀπαρατηρήτως una hidroforo de Ártemis Didyma l.c., θυόντων τῶν Ῥωμαίων ἱσταμένου τοῦ ἔτους τὰ εἰ. D.C.102.12, cf. 45.17.9, 73.14.4, D.H.10.48
fig. irón. ταῦτα μοι ... μετὰ τὴν ἐπάνοδόν μου τὴν ἐξ Ἀντιοχείας τὰ εἰ. tal fue la inauguración de mi regreso de Antioquía Gr.Nyss.Ep.19.10.
2 admin. depósito, cuota inicial pagada al acceder a un cargo εἰ βούλεται στεφανωθῆναι ἐξηγετείαν, εἰσενεγκάτω τὸ ἰσητήριον si quiere ser coronado exégeta, que aporte el depósito, PRyl.l.c.

German (Pape)

[Seite 743] zum Eingang gehörig, bes. τὰ εἰσιτήρια, Opfer beim Anfange des Jahres, nach B. A. 245 beim Antritt eines Amtes, ὅταν βουλεύειν ἢ ὅταν ἄρχειν τις χειροτονηθῇ, wo auch ein solches Opfer beim Eintritt der βουλὴ εἰς τὸ δικαστήριον erwähnt ist;;ibd. p. 187 steht einfach ἀρχὴ τοῦ ἔτους ἱερά, ἐν ᾑ προϊᾶσιν ἄρχοντες. Vgl. Dem. 19, 190. 21, 114; θυσίαι Heliod. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
anc. att. ἐσιτήριος;
qui concerne l'entrée ou l'abord.
Étymologie: εἴσειμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσιτήριος: -ον, (εἴσειμι) ὁ τῆς εἰσόδου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον· - εἰσιτήρια (ἐνν. ἱερά), τά, θυσία κατὰ τὴν ἀρχὴν ἔτους ἢ κατὰ τὴν εἰσέλευσιν εἰς ἀξίωμα, Δημ. 400. 24· εἰσιτήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι ὁ αὐτ. 552. 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· οὕτως, εἰσιτήριοι θυσίαι Ἡλιόδ. 7. 2· πρβλ. εἰσηλύσια.

Greek Monolingual

-ο (AM εἰσιτήριος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» — εισαγωγικές εξετάσεις
β. «εισιτήριος λόγος» — εναρκτήριος λόγος
γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι» — θυσίες κατά την είσοδο του έτους ή την ανάληψη αξιώματος)
2. το ουδ. ως ουσ. το εισιτήριο (AM εἰσιτήριον)
δελτίο, απόδειξη που παρέχει δικαίωμα εισόδου σε αίθουσα ή χώρο δημόσιων θεμάτων, σε συγκοινωνιακό μέσο κ.λπ.
νεοελλ.
φρ.
1. «εισιτήριο μετ' επιστροφής ή με επιστροφή» — στο οποίο αναγράφεται ότι ο κάτοχος δικαιούται να μεταβεί κάπου και να επιστρέψει
2. «εισιτήριο στρατιωτικό, φοιτητικό, υπηρεσιακό κ.λπ.» — με ενδείξεις της ιδιότητας του κατόχου ώστε να καταβάλει μειωμένο αντίτιμο
3. «εισιτήριο διαρκές ή διαρκείας» — αυτό που παρέχει στον κάτοχο απεριόριστο αριθμό διαδρομών για ορισμένη χρονική περίοδο
4. «εισιτήριο προσωπικό» — στο οποίο αναγράφεται το όνομα του επιβάτη και δεν επιτρέπεται η εκχώρησή του σε άλλον
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εἰσιτήρια
«αἱ εἰσιτήριοι θυσίαι».

Greek Monotonic

εἰσῐτήριος: -ον (εἴσειμι), αυτός που ανήκει στην είσοδο· εἰσιτήρια (ενν. ἱερά), τά, θυσία κατά την ανάληψη ενός αξιώματος, σε Δημ.

Middle Liddell

εἰσῐτήριος, ον εἴσειμι
belonging to entrance:— εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at entrance on an office, Dem.