ἐξαμιλλάομαι

Revision as of 20:42, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

aor. 1 part. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς, E.Hel.1471 (lyr.), 387: imper.
A ἐξαμίλλησαι Id.Hyps.Fr.2:—struggle vehemently: c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ.. ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race with him, Id.Hel.387: abs., ib.1471; διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον Constantius in Them.Or.p.22 D.
II drive out of, ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς E.Or.431; drive out of his wits, τινὰ φόβῳ ib.38.
III aor. 1 in pass. sense, to be rooted out, of the Cyclops' eye, πυρί Id.Cyc.628.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰμιλλάομαι) 1 intr. rivalizar con fuerza, competir hasta el final c. ac. int. Εὐμενίδας, αἳ τόνδ' ἐξαμιλλῶνται φόβον Euménides, que rivalizan en (causar) este miedo E.Or.38, c. ac. y dat. de pers. τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς ποτε (tú) que otrora competiste con Enómao en el certamen de cuádrigas E.Hel.387, cf. Hel.1471
c. rég. prep. πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον τῆς εὐδοξίας ... ἐξαμιλλῶνται compiten por llegar a la misma y única cima del reconocimiento público Constantius Imp.Them.19c, cf. Plu.2.593f.
2 tr. lanzar fuera, expulsar c. gen. τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; ¿qué ciudadanos te expulsan del país? E.Or.431, fig. ἰδού, πρὸς αἰθέρ' ἐξαμίλλησαι κόρας mira, lanza tus ojos hacia el cielo E.Fr.752c
en v. pas. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί hasta que la vista del ojo del Cíclope haya sido arrancada por el fuego E.Cyc.628, pero tb. interpr. como 1.

German (Pape)

[Seite 867] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
I. intr. 1 rivaliser avec : τί τινι avec qqn pour qch;
2 rivaliser pour ; tendre à, faire effort, πρός τι en vue de qch;
II. tr. repousser par la force, chasser violemment : τινα γῆς qqn d'un pays ; Pass. être détruit : πυρί par le feu.
Étymologie: ἐξ, ἁμιλλάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμιλλάομαι: (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)
1 побеждать в состязании (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;
2 изгонять (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος ὄψις ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰμιλλάομαι: μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, ἀγωνίζομαι ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. ἀποδιώκω, ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· κάμνω τινὰ νὰ φεύγῃ ἔντρομος ὡς παράφρων, Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ αὐτόθι 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του ἐνταῦθα καὶ προτείνει ἀντ’ αὐτοῦ τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ.

Greek Monotonic

ἐξᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, μτχ. αορ. αʹ ἐξαμιλλησάμενος και -ηθείς· αποθ.,
I. αγωνίζομαι με δύναμη, μάχομαι έντονα, με σύστ. αιτ., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην αρματοδρομία, σε Ευρ.
II. διώχνω από ένα μέρος, με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.
III. αόρ. αʹ με Παθ. σημασία, σπρώχνομαι έξω με τη βία, λέγεται για το μάτι του Κύκλωπα, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι aor1 part. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς
I. Dep.:— to struggle vehemently, c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race, Eur.
II. to drive out of a place, c. gen., Eur.: to drive out of his wits, Eur.
III. aor1 in pass. sense, to be forced out, of the Cyclops' eye, Eur.