νήδυμος
English (LSJ)
νήδυμον,
A = ἥδυμος (q.v.), from which it arises through false division in the Homeric text, in Hom. always epithet of ὕπνος, Il. 2.2, al., also h.Ven.171.
II in later Poets, not confined to ὕπνος, sweet, delightful, δονάκων Μοῦσα ν. h.Pan.16; ν. Ὀρφεύς APl. 4.217; ν. ὕδωρ Nonn. D. 48.602; ἄνθος ib.12.176. (Derived by Aristarch. from νη-, δύνω.)
German (Pape)
[Seite 251] ὕπνος, kommt bei Hom. zwölfmal vor, Iliad. 2, 2. 10, 91. 187. 14, 242. 253. 354. 16, 454. 23, 63 Odyss. 4, 793. 12, 311. 366. 13, 79. Hieran schließen sich Hom. hymn. Ven. 172 Batrachom. 47; bei Sp. einzeln, z. B. Quint. Smvrn. 2, 163; Sext. Empir. adv. math. 7, 273, mit Anspielung auf Homer, νηδύμῳ κατασχεθέντες ὕπνῳ. Aristarch leitete νήδυμ ος von dem verneinenden νη–. und δύομαι ab, vgl. ἀμφίδυμος; νήδυμος ὕπνος also ein Schlaf, aus dem man nicht heraus kann, ein tiefer, fester, gesunder Schlaf, wie νήγρετος, mit welchem Worte νήδυμος Odyss. 13, 79 verbunden ist, καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. S. über Aristarchs Ansicht Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 2. 10, 187. 16, 454. 23, 63 Odyss. 4, 793. Aus diesen Scholien geht hervor, daß es im Alterthum eine v.l. ἥδυμος gab, ἥδυμος Nebenform von ἡδύς, ἥδυμος ὕπνος = der süße Schlaf. Diese Form ἥδυμος, oder vielmehr mit Digamma Fήδυμος, hält Buttmann in der sehr tüchtigen Abhandlung Lexilog. 1 S. 179 für die ursprüngliche Lesart im Homer, aus welcher sich nach dem Verschwinden des Digamma durch Mißverständniß und Irrtum die Lesart νήδυμος herausgebildet habe, schon sehr früh. – Spätere Dichter scheinen die Form νήδυμος in der Bedeutung »süß«, »angenehm«, »lieblich« gebraucht zu haben; Hom. hymn. Pan. 16 δονάκων ὕπο μοῦσαν ἀθύρων νήδυμ ον; Anth. Plan. 217 Καλλιόπη μὲν ἐγώ· Κύρῳ δ' ἐμὸν ὤπασα μαζόν, ὃς τρέφε θεῖον Ὅμηρον, ὅθεν πίε νήδυμος Ὀρφεύς. – Vgl. ἥδυμος und νηδύμιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut sortir, profond (sommeil) ou agréable.
Étymologie: νη-, δύω.
Russian (Dvoretsky)
νήδῠμος: сладостный (ὕπνος Hom.; Μοῦσα HH).
Greek (Liddell-Scott)
νήδῠμος: -ον, παρ’ Ὁμ. τεσσαρεσκαιδεκάκις ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ ὕπνου· ἀλλ’ ἡ παραγωγὴ καὶ αὐτὴ ἡ σημασία τῆς λέξεως δὲν εἶναι λίαν σαφής: 1) παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς λαμβάνεται ὡς = τῷ ἡδύς, γλυκύς, εὐχάριστος, δονάκων ὕπο μοῦσαν... νήδυμον Ὁμ. Ὕμν. 17. 16· νήδυμος Ὀρφεὺς Ἀνθ. Πλαν. 217· ν. ὕδωρ Νόνν., κτλ.· αὕτη δὲ ἡ ἔννοια ἦτο ἰδίως εὐπρόσδεκτος εἰς τοὺς ποιητὰς οἵτινες ἀπεδέξαντο τὸν τύπον ἥδυμος ἀντὶ τοῦ ἡδύς, ἴδε ἥδυμος. (Ἡ ἑρμηνεία αὕτη ὑποστηρίζεταί πως ἐκ τῆς παραβολῆς τοῦ νήδυμος πρὸς τὴν Σανσκρ. √ nand (gaudere), ἴδε Κουρτ. Gr. Et. σ. 715.) 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐκ τοῦ νη-, δύνω (ἀντὶ ἀνέκδυτος) ὕπνος, ἐξ οὗ τις δὲν ἐγείρεται, βαθὺς ὕπνος, σχεδὸν ὡς τὸ νήγρετος, μεθ’ οὗ συνάπτεται ἐν Ὀδ. Ν. 79, ἴδε ἀνωτέρω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ νήδυμος, -ον)
1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος
2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος
ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο»)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα
α) αδιατάρακτα
β) ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήδυμος στον Όμηρο ως επίθ. του ύπνου προήλθε από συμπροφορά της λ. ἥδυμος (< ἡδύς «ευχάριστος») με το τελικό -ν της προηγούμενης λ. (στον στίχο ἔχεν ἥδυμος ὕπνος) και κακό χωρισμό της λ. ως νήδυμος. Η λ. απαντά στην μτγν. ποίηση ως επίθ. στις λ. Μοῦσα, Ὀρφεύς, ὕδωρ, ἄνθος. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με νηδύς «κοιλιά» δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
νήδῠμος: -ον, επίθ. προσδ. του ὕπνος·
1. = ἡδύς, γλυκός, ευχάριστος·
2. από τα νη-, δύνω, ύπνος από τον οποίο κάποιος δεν ξυπνάει, βαθύς ύπνος, περίπου όπως το νήγρετος, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of ὕπνος (Hom.), in late poets also of Μοῦσα, Όρφεύς, ὕδωρ, ἄνθος (h. Pan., APl., Nonn.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἥδυμος sweet (s. ἡδύς) deformed, as one took the preceding ν ephelkystikon, which after the loss of the F was introduced as hiatus-removing (e.g. ἔχεν ἥδυμος ὕπνος B.2), to the next word. -- Leumann Hom. Wörter 44 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 14; cf. also Ruijgh L'élém. ach. 103.
Middle Liddell
νήδῠμος, ον,
1. epithet of ὕπνος, either = ἡδύς, sweet, delightful; or
2. from νη-, δύνω, sleep from which one rises not, sound sleep, much like νήγρετος, Hom.
Frisk Etymology German
νήδυμος: {nḗdumos}
Meaning: Beiwort des ὕπνος (Hom.), bei späten Dichtern auch von Μοῦσα, Ὀρφεύς, ὕδωρ, ἄνθος (h. Pan., APl., Nonn.).
Etymology: Aus ἥδυμος süß (s. ἡδύς) dadurch entstellt, daß man ein vorausgehendes ν ephelkystikon, das nach dem Schwund des ϝ als hiatustilgend eingeführt wurde (z.B. ἔχεν ἥδυμος ὕπνος Β 2), zum folgenden Wort zog. — Leumann Hom. Wörter 44 f. m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 14; vgl. auch Ruijgh L’élém. ach. 103.
Page 2,313-314